25 Απριλίου 2015

ΧΡΥΣΗ ΣΤΑΓΟΝΑ ΣΤΗΝ ΣΚΟΥΡΙΑ [ΣΤΑΘΗΣ ΚΟΣΜΑΚΗΣ]


Οσο πιο παλια μπορω να τρεξω στο παρελθον, φτανω στην εποχη, που ολοι οι δρομοι του χωριου ηταν ακομη στρωμενοι με κεινο το κοκκινοχωμα. Τοτε που τους γεμιζαν ξυπολυτα σπουργιτοπαιδα. Με κεινα τα κοντα παντελονακια και τα ματωμενα γονατα. Τοτε που ο

Αχελωος, τους χειμωνες, ξερναγε το πλεονασμα του και σκεπαζε το παραποταμιο καλντεριμι και που το σταματουσε η προστατευτικη μανδρα του χωριου. Τοτε που οι πνευμωνες των πιτσιρικαδων τιγκαριζαν απο οξυγονο. Τοτε που τα μαγουλα τους ηταν μονιμως ροδοκοκκινα απ το παιχνιδι.
Και η ζωη τραβουσε τον δρομο της. Αλλους τους πεθαινε και αλλους τους γεννουσε. Αλλοι εφευγαν νωρις και αλλοι αργα. Μερικοι ομως απ αυτους εβαζαν τερμα σ αυτην απο μονοι τους. Αψηφωντας Θεικους κι ανθρωπινους νομους. Θεμα τιμης...
Ενας απ τους πιτσιρικους με κοντο παντελονακι και ματωμενα γονατα, που κουβαλουσε ολο το παραπανω μυστηριο, ηταν κι ο Μακης. Και το ειχε – το θεμα τιμης - σαν αθωο παιδικο μυστικο. Ποτε του δεν μιλησε γι αυτο. Ειχε ταλεντο στο μολυβι ελεγαν. Ειχε ζωγραφισει την αδελφη του Αλεξανδρα – απο την πλατη – με εκεινες τις εφηβικες της πλεξουδες που εφταναν εως την μεση της.
Αργοτερα, οταν εβγαζε μουστακι, τον εστειλαν εις Αθηνας, στο καλων τεχνων για ζωγραφικη – γλυπτικη. Εκτοτε, τον χασαμε ολοι, πλην της χηρας μανας του και των εδελφων του. Τα νεα που μας ερχονταν κατα καιρους, του εκτιζαν εναν μυθο. Τετοιο μυθο, που καπου προς τα τελη του 70, ολοι ηξεραν, οτι θα ερχοταν για διακοπες απ την Ευρωπη. Και εψαχναν να κανουν παρεα μαζι του. Αυτος, στο τιμονι μιας καμπριο Πορσε, με πρασινο παντελονι, λευκο τι-σερτ και κοκκινο μικρο φουλαρι στον λαιμο, εκανε σχεδια για επιστροφη στην Ελλαδα. Αλλα οχι αμεσως. Ετσι μου ειχε πει, οταν τον συναντησα στο λιμανι στην Ναυπακτο, εκεινο το καλοκαιρι. Και χαθηκε εκ νεου... Αλλοτε τα νεα του ερχοταν απο Γερμανια, αλλοτε απο Γαλλια κι αλλοτε απο Ιταλια και Ισπανια. Κερδιζε την ζωη του ως ζωγραφος. Ολοι τον ζηλευαν και τον θαυμαζαν ταυτοχρονα.
Αρχες του 80, εχοντας γεματα τα καλλιτεχνικα του μπαγκαζια και απαντωντας σε σοσιαλιστικες υποσχεσεις, με αγγλικες εκκεντρικες ενδυμασιες επανηλθε στα πατρια εδαφη. Αλλα οι υποσχεσεις, που τιμησε, απεδειχθησαν το λιγοτερο νοθες. Η δικαιολογημενη υπερηφανεια του, τον διεταξε να εγκαταλειψει τον κομφορμισμο της τοτε ελληνικης – τουλαχιστον ως προς την τεχνη- παιδειας. Κι ετσι πηρε την αποφαση να μοιραστει την στεγη της μητερας του στο χωριο. Εξ αλλου, το να ξαναγινει αλλοδαπος, δεν τον ενδιεφερε πλεον.
Στις αρχες εργαζοταν συνεχως. Ενα πορτρετο παπου, για τον... ταδε. Ενα καμπρατο ατι σε αγρο, για τον δεινα. Δυο δρομεις στον στιβο. Το χωριο. Τον μεθυσο τον Θεοκλειτο που ειχε μαλλια στους τεσερις ανεμους που λεγε και το τραγουδι του Ζωρζ Μουστακί << ο Μετοικος>>, αλλα με τους γαλλικους στιχους, Το πορτρετο του μαλλον βρισκεται ακομα στου Νικολακι το μαγειρειο.Τις αγιογραφιες των εκκλησιων. Ολοι το ΄χαν καμαρι ενα εργο απ τα χερια του και ολα εβαιναν σχετικως καλα. Τα βραδυα εβγαινε. Σαν καλλιτεχνης ηξερε πως το πεδιο εκφρασης του ηταν η αρενα. Δηλαδη η ΑΓΟΡΑ. Επαιρνε την χαρα του, κολλημενη στον λογο του, να την μοιραστει με τους αλλους στις ταβερνες και τα καφενεια. Ειχε μαζι του και μια κιθαρα κλασικη. Ζητουσε σκαμνακι για το αριστερο το ποδι, για να μπορει να εκτελει τα κομματια, ετσι οπως απαιτειται στα ωδεια και τις ακαδημιες. Για εργονομικους λογους κι οχι για εφε.
Ο Θεος των Μουσσων, ειναι ο Ερως. Και οσοι φοιτησαν στις Μουσσες, τον τιμουν ως υστατο Δημιουργο, ως υστατη ΝΟΗΣΗ. Δηλαδη, οταν απευθυνεσαι σε καποιον η σε κατι, του κανεις ΕΡΩΤΗΣΗ και οχι ΑΝΑΚΡΙΣΗ. Καταλαβαινετε σε τι ειδους <<καμβα>>, σκηνοθετουσε την ζωη του ο Μακης; Απ αυτη την σχολη αποφοιτησε. Για να καταλαβουμε τι κιθαρα επαιζε, θα επρεπε να εχει διπλα του εναν Garry Peacok στα βιμπραφωνα, εναν Jack Dedjonnet στο ξαξοφωνο και εναν Keith Jarret στα πληκτρα.
Μα ποιος να παρει τον χρονο να ακουσει πρελουδες και μπαροκ... Παγκανινι, η Αλεξαντερ Λαγκογια, οταν γυρναει απο την Πενταλοφο και κουβαλαει στ αυτια του, Θωδη, Πανταζη, Καρναβα και Ατζελα; Σωπα Μακη απο δω, σκασε Μακη απο κει, παιξε μας ενα του Τερλεγκα, παιξε μας εκεινο του Ταλιουρη. Το << εβαλε ο διαβολακος>> το ξερεις; Το << Γεννηθηκες για την καταστροφη >> μηπως;
Σαλταρε ο ερμος. Η αδιαφορια τους τον εκνευριζε τοσο, που προβαινε σε αμηχανες πραξεις. Μεχρι που σκαρφαλωσε σαν γατα στις κουρτινες μιας ταβερνας απο την πικρα του. Μια αλλη φορα –λενε- θυμωμενος, περασε κολαρο την κιθαρα του σε εναν θαμωνα. Αργοτερα αλλαξε τακτικη. Τους επαιζε το <<ειμαστε δυο, ειμαστε τρεις, ειμαστε χιλιοι δεκα τρεις >>, και καποια, νεο κυμμα γαλλικα με πεισμα. Αλλα τους επεφτε πολυς. Και το πολυ, βαραινει τους αμαθεις. Ειμαι μονος, εισαι μονος, ειμαστε χιλιοι δεκατρεις, μα... μονοι;
Δεν τον γουσταριζαν πλεον. Κι αρχισαν οι << δικες >>.Οσα δεν φερνει η στιγμη τα φερνει ο χρονος! Δηλαδη : << Δεν μας κανεις τα χατηρια; Κατσε και θα δεις >>.
Οταν σπερνεις ενα ωραιο κι μυρωδατο ανθος σε ενα χερσο χωραφι, σε λιγο διαστημα θα το πνιξουν οι αγριαδες, οι περικοκλαδες, οι ματζουρανες, και τα γαιδουραγκαθα. Ειναι θεμα χρονου. Ειναι νομος της φυσης...
Καλλιεργουσε τον εκκεντρισμο του. Αλλα αυτο δεν ηταν τιποτε αλλο απο μια σανιδα μικρουλας γαητας που εφαγε τορπιλη. Ποσο μεγαλη θα μπορουσε να ειναι μια τετοια σανιδα, μετα απο τορπιλισμο; Τιποτενια! Μια κλαπα κι ενα τρεσο ενος οικοδομου ειναι αναμφισβητητα, μεγαλυτερα της. Αλλα και μαδερι η κορμο δενδρου να ειχε, τα κυμματα της ληθης ηταν τεραστια. Σαν να μην εφταναν ολα αυτα, πεθαινει κι η μητερα του. Προλαβε και εκανε << μουλαζ>> το χερι της και το χε διπλα στο κρεβατι του. Ισως και να το κραταγε στις παλαμες του, τα βραδυα που κοιμωταν...
Κι ετσι, σιγα σιγα, τραβιωταν στην <<ακρη>>. Αλλαξε μουστακι. Το εστριβε προς τα πανω οπως ο Σαλβατορε Νταλι. Και μονο οταν ο Μαιτρ απεθανε, πηγε στον Λαχανα τον κουρεα να του το ξυρισει. Εκτοτε, τελος το μουστακι. Τελος και η κιθαρα. Αμολυθηκαν τα ντομπερμανς. Ξεκινημενοι καμβαδες καρφωθηκαν στον χρονο φεροντας μονο το χρωμα του φοντου.Τελος οι αναφορες στους Γκογια, Σεζαν,Ματις, Μανε κλπ. Του κοψανε ακομα και την επιμελεια των ταμπελων στα μαγαζια. Τα πινελα ξεραθηκαν. Επεσε ο μυθος. Δανεικα και βερεσε εγιναν η νορμα! Πεινα με τα ουλα της. Πηγαινε στα μαγαζια και κερναγε ολους τους πελατες χωρις να πληρωνει. Προβοκατσια ηταν. Οι αλλοι το ονομασαν τρελα! Αλλα οι προβοκρατορες εχουν λογο που το εκφραζουν. Τωρα αν ο λογος του ταδε η του δεινα, ειναι μια λογικη, που επιτρεπει μια λυση ορθολογικη, της μαθηματικης εξισωσεως της ζωης των κοινωνιων...! Α ρε Πλατωνα και Αριστοτελη τι μας κανατε!
Μετα βρεθηκα αλλου. Τον εβλεπα πολυ λιγοτερο. Στο διαστημα αυτο,ακουγε μονο τα παραπονα του Τακη της Βαρβαρας, που τον συναντουσε καθημερινα, εχοντας φερει μαζι του κρασι και τον – με φουλαρι στο λαιμο - σκυλο του. Τα πινανε μεσημεριατικα στου Μακη. Ο κλοσαρ, ο Τακης, εκανε συζητησεις για ταξικους αγωνες κι ο σκυλος του γαυγιζε μονο τους βλοσυρους και τους κακοβουλους. Κι ο Τακης, οταν δεν τα βαζε με τους ιδιους, πηγαινε απο μονος του για ψυχαναλυση στου Μακη. Πολυ κρασι, λιγο φαγητο.
Πρεπει να σημειωσομε οτι: Ιδιαιτερα οι ζωγραφοι της βορειας ευρωπης, ειχαν ως ανεπισημο κομπανιερο και ως αρχη, το κοκκινο κρασι. Ηταν και ειναι θεσμος. Περιποιημενο μουστακι, φουλαρι, τριπους με τελαρο, παλετα με χρωματα, σωληνακια με χρωματα, λαδια. Συχνα με λευκα υποδηματα, ισως και τραγιασκακι με γεισο ελαφρως τραβηγμενο προς μια πλευρα και φυσικα κοκκινο κρασι. Κρασι, αντι για absinthe. Το ποτο των μεγαλων μαιτρ πριν τον μεγαλο πολεμο. Ουσια απηγορευμενη πια, λογω των ναρκωτικων ιδιοτητων της. Τετοιο επινε ο Νταλι οταν εκανε τον πινακα, αυτον με τον γονατιστο εξορκιστη κι εκεινους τους παραισθησιογονικους ελεφαντες. Κι εκεινο με τα λειωμενα ωρολογια.
Ο Μακης απ την αλλη ειχε αρχισει να υοθετει διαφορα κοινωνικα τικ. Οι ιδιοι οι θυτες, ονομασαν την κατασταση του << καταντια >>. Κι ετσι δικαιολογουσαν την απο την φυσην τους ταση προς τον χλευασμο. Αυτο ηταν τοτε το σπορ των << βακερος >> της περιοχης. Ετσι τους αποκαλουσε, στους πιο << κολλητους >> του, ο Μακης. Οι << βακερος >> ελεγε! Κοιτα τους... Κι αυτοι, αγνοωντας την λατινικη εννοια και χαρακτηρισμο της λεξεως, τον χτυπουσαν ακομη πιο σκληρα κι αλυπητα.
Καμαρωναν οι γαλαταδες στο στυλιαροτηριο << Το Χανι του Τζωρτζη >> παραγγελνοντας << καμπαρ >> και << δεκατισαρκ >>. Κι οταν περναγε απ εξω ο Μακης, εχοντας προγραμματισει νυχτερινη τσαρκα – προβοκατσια, χυνοταν στην εξωπορτα για κραξιμο.Τσοβολα δως τα ολα! Γιατι τα πεντοχιλιαρα δεν ειναι πετσετακια. Κοινωνια...; ΝΤΕΛΙΡΙΟ!
Τον γνωρισα απο πολυ κοντα . Αχωριστοι απ το καλοκαιρι του 90 μεχρι φεβρουαριο του 95 και απο μαιο 02 εως και σεπτεβρη 07.
Ενα βραδυ, γυρνωντας απ το Μεσολογι, καναμε σταση στο παλιο μαγαζι του Αντωνη του << Βατραχακια >>. Εκει, μεσα σε αστεια και σοβαροτητες, πηγε στην ψησταρια, πηρε ενα λιγδωμενο καρβουνο και μου κανε ενα μεθυσμενο και κουρασμενο πορτρετο. Κολλησε και το ΜΑΚΙS κατω δεξια. Το ξημερωμα μας βρηκε στο Διονι. Ξυπνησαμε τον Θοδωρα. Δυο μεγαλα λαβρακια μας περιμεναν και καλο λευκο κρασι. Τραπεζι και δυο καρεκλες μεσα στην θαλασσα κατα τις επτα το πρωι. Αρτιοι κι δυο μας.
Η φιλη μου η Συλβι απ την Λυων, ανεβαινοντας απ την Κρητη να παρει το καραβι για Ιταλια και μετα οδικως για Γαλλια, περασε απ το χωριο να με δει Γνωριστηκαν.Τους ενωσε μια κοινη συμπαθεια. Του χαρισε για μια εβδομαδα το σωμα της και την στοργη της. Μεχρι που ξαναπιασε την κιθαρα...! Εφυγε η Συλβι. Τα κεφαλια, μεσα...
Σ ενα τευτερι που διατηρουσε, σημειωνε τις ευαισθησιες του και τα ρητα των μαιτρ που τιμουσε. Ηταν η αρχη συνταξης, της πνευματικης διαθηκης του.
Ετρεχαν οι μηνες και τα χρονια και τον πηγαν απ τα σαραντα και τοσο, στα πενηντα και κατι... Ηταν κι εκεινο το παλιο ατυχημα που του σουβλιζε καθε τοσο τα πλευρα. Ηταν και το τοσο κρασι. Κι ο χλευασμος. Κι εκεινη η μερσεντες απ το Μεσολογγι που αραζε μπροστα στο σπιτι του με τις μερες. Νεοπλουτος Μεσολογγιτης με εικαστικες << ευαισθησιες >> τον ειχε στρωσει στην δουλεια. Οπως ειχε κανει ο Σαλιερι στον Μοτζαρτ. Πανω απ το κεφαλι του μεχρι να του βγει η ψυχη. Ετσι κανουν παντα οι νεοπλουτοι. Επενδυουν ταχα μου στην τεχνη. Για να δημιουργησουν υπεραξια. Να τα κονομισουν. Σιγα μην τους νοιαζει η τεχνη...
Κανεις δεν γνωριζε οτι ο Μακης μετρουσε... μερες. Ουτε κι ο ιδιος. Κι εκεινο το φως που παντα εψαχναν τα ματια του, δεν το ειχε συναντησει ακομη. Κι αφου κουραστηκε να το περιμενει, σφραγισε πεισματικα την πορτα του. Ουτε σε μενα δεν την ανοιγε πια. << Του χτυπαω απο μερες να του δωσω φαι και δεν μ ανοιγει. Ολη την μερα ακουει κλασικη μουσικη και με στελνει στον διαολο. Θα πεθανει απ την πεινα >> ελεγε ο Νιονιος με το διπλανο μπακαλικο. Λιγες μερες αργοτερα, απογευματακι, πηγα και του κτυπησα παλι την πορτα. Απο μεσα ακουγονταν ενα βιολοντσελο σολιστ, σε μιξολυδιακη κλιμακα και αργη σε τεμπο, μαλλον Σουμαν. Ενω απ εξω, ενα τσιγκανικο αγροτικο εισεβαλε προοδευτικα απ το υψος του νεκροταφιου, με το μεγαφωνο του στην διαπασον, δηλωνε cassius belli στην Θεα Αρμονια. Και ολο πλησιαζε και σκεπαζε τον Σουμαν. Κι οταν το κακογουστο ουζακ του τσιγκανικου αγροτικου, που εντω μεταξυ ειχε φτασει στο υψος του Αρειστιδη << ταπωνε >> οποιον αλλο ηχο, ανοιξε αποτομα και κολλησε το προσωπο του σ εκεινο το πανεμορφο σχαρακι της πορτας του. Απο κεινα τα σχαρακια που εφτιαχναν τα παλια μαστορια. Απο εκεινα, που και σε πορτα κελιου να τα εβαζες, δεν θα αιθανοταν κανεις τιμωριμενος! Επιβαλεται...Αρμονια. Γι αυτο δεν το αλλαξε ποτε αλλα και παντα το φροντιζε.
- Τι θες Σταθη; Μου λεει ψαχνοντας να δει το αγροτικο.
- Ε, ανοιξε ντε.
- Δεν μπορω.
- ... Σουμαν ακους;
- Πριν ναι. Τωρα... σκατα.
- Θα μου ανοιξεις τελικα;
- Δεν γινεται. Δεν μπορω.
- Γιατι;
- Δεν ακους; Δεν βλεπεις;
Εκλεισε δυνατα κι επιδεικτικα το παραθυρακι της πορτας, που παρολιγο να το σπασει κι εξαφανιστηκε. Ανεβηκα σκεπτικος στο σπιτι μου. Και φοβομουν την στιγμη που ο γυφτος, κανοντας τον γυρο του χωριου, θα περναγε κι απ την δικια μου γειτονια. Και το γεγονος με ταραζε ηδη.
Απ ολα αυτα κουραστηκε κι αυτα φοβοταν τωρα ο Μακης.
Ο πολυς στοχασμος, οδηγει αλανθαστα στον ασκητισμο. Κι εφ οσον παυει το ενδιαφερον να κοιτας τον εξω κοσμο ( ορω - εξω ) σαν ασκητης κυριευεσαι γενικα απο αν – ορ - εξια. Τοσο απλα! Το βιολογικο του σθενος σαλπισε την ηττα του. Και ισως να ηταν το μονο που ζητουσε πια.
Λιγους μηνες αργοτερα χτυπαει το τηλεφωνο μου στην Γαλλια. Πεθανε κι ο Μακης μου ειπαν. Λιγοι στην κηδεια, μετρημενοι. Τον καλεσαν, ο αυτοχειρ πατερας του και η δυστυχη μητερα του στα ηλυσσια πεδια. Στο πανθεον των Μουσσων. Δεν καταφερε – αν και τα προσπαθησε ολα - να απορροφησει ολη την βλακεια και την βαρεμαρα του χωριου. Γι αυτο και δεν πηγε κανεις. Ειχαν ακομη περισιο στοκ κι απο τα δυο.
Κι εμεινε μονο μια μικρη ταμπελα στην πορτα του. Σαν εκεινες που συναντα κανεις σε καποιους δρομους του Παρισιου...
Μακης Ρομπολας
Ζωγραφος Γλυπτης
1 9 5 4
Αυτο ηταν ο Μακης. Σταγονα υγρου χρυσου, χυμενος σε σκονη σκουριας...
Το μεγαλυτερο ποσοστο κριτικαριζε και << εκραζε >> τον Μακη. Γιατι δεν καταλαβαν οτι στην καθημερινοτητα,δεν κανουμε κανεναν διαγωνισμο. Ουτε ωφειλει κανεις, να κανει τους αλλους να ονειρευονται. Δεν ειναι το μονο που πρεπει να ζητανε απ τους αλλους. Ουτε να τους καταδικαζουν οταν δεν τα καταφερνουν.
Το περιβαλλον του Μακη εξελισοταν στην πληξη. Αυτος το εξεπληξε. Κι αυτο το καταπληξε.


ΣΤΑΘΗΣ ΚΟΣΜΑΚΗΣ