Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης υπήρξε το αποτέλεσμα της πολιορκίας της βυζαντινής πρωτεύουσας, από τον οθωμανικό στρατό, με επικεφαλής τον σουλτάνο Μωάμεθ Β'. Η πολιορκία διήρκεσε από τις 7 Απριλίου ως τις 29 Μαΐου 1453 (Ιουλιανό ημερολόγιο). Όταν τελικά η Κωνσταντινούπολη αλώθηκε, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία, έπαψε να υπάρχει.
Κατά τα 1.100 χρόνια ζωής της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, η Κωνσταντινούπολη είχε πολιορκηθεί αρκετές φορές αλλά μόνο μία φορά είχε πέσει στα χέρια αντιπάλων, το 1204 από τους Σταυροφόρους της Δ' Σταυροφορίας.
Η Άλωση του 1204
Τον Μάρτιο του 1204 πραγματοποιήθηκε μεταξύ Βενετίας και Σταυροφόρων συνθήκη, σχετικά με τη διαίρεση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η πρώτη πρόταση της συνθήκης είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακή: «Εν ονόματι του Χριστού, πρέπει να καταλάβουμε, δια των όπλων, την πόλη». Στις 12 Απριλίου η πρωτεύουσα «έπεσε αφού υπέστη την επίθεση αυτής της εγκληματικής και πειρατικής εκστρατείας που λέγεται Δ' Σταυροφορία».
Μετά την κατάληψη της πόλης, επί τρεις μέρες, οι Λατίνοι μεταχειρίστηκαν με φοβερή σκληρότητα, λεηλατώντας κάθετη που είχε συγκεντρωθεί, δια μέσου των αιώνων, στην Κωνσταντινούπολη. Τίποτε δεν έμεινε σεβαστό: οι εκκλησίες, τα λείψανα, τα μνημεία τέχνης. Οι ιππότες της Δύσης και οι στρατιώτες τους, καθώς και οι Λατίνοι μοναχοί και ηγούμενοι, έλαβαν και αυτοί μέρος στη λεηλασία. Ο Νικήτας Χωνιάτης, αυτόπτης μάρτυρας της κατάληψης της πόλης, δίνει μια τρομακτική εικόνα της
λεηλασίας, της βίας και της ερήμωσης που έφεραν οι Σταυροφόροι.
Κατά τη διάρκεια των τριών ημερών λεηλασίας, χάθηκαν πολλά πολύτιμα έργα τέχνης, πολλές βιβλιοθήκες λαφυραγωγήθηκαν και πολλά χειρόγραφα καταστράφηκαν, ενώ η Αγία Σοφία λεηλατήθηκε ανελέητα. Ο Βιλλεαρδουίνος παρατηρεί ότι «από την εποχή της δημιουργίας του κόσμου, ποτέ, σε καμία πόλη, δεν κατακτήθηκαν τόσα λάφυρα».
Η Άλωση του 1453
Τους επόμενους δύο αιώνες, μετά την επανάκτηση της πόλης το 1261, η εξασθενημένη Βυζαντινή Αυτοκρατορία δεχόταν συνεχείς επιθέσεις από Λατίνους, Σέρβους, Βουλγάρους και ιδιαίτερα από τους Οθωμανούς Τούρκους. Το 1453 στην Αυτοκρατορία ανήκαν εκτός από την ίδια την Κωνσταντινούπολη και τα περίχωρά της, το μεγαλύτερο τμήμα της Πελοποννήσου, με επίκεντρο τον Μυστρά. Ο Μωάμεθ Β', υπήρξε ο πρώτος στρατιωτικός ηγέτης που είχε στην διάθεσή του πραγματικά οργανωμένο πυροβολικό. Ίσως να θεωρείται βέβαιο από τις πηγές ότι ο στρατός του ήταν τουλάχιστον 150.000 στρατιώτες. Φαίνονταν όμως πολύ μεγαλύτερος γιατί τον ακολουθούσε μεγάλος αριθμός από επικουρικό προσωπικό.
Επί πλέον είχαν συγκεντρωθεί ατελείωτα πλήθη Τούρκων ατάκτων, που τους προσέλκυσε η προοπτική της λεηλασίας. Ο ιστορικός Κριτόβουλος χαρακτηριστικά αναφέρει ότι οι υπόνομοι και οι υπόγειοι διάδρομοι, που άνοιγαν οι Τούρκοι κάτω από τα τείχη, αποδείχθηκαν εντελών περιττοί καθώς τα κανόνια έδωσαν την λύση στο θέμα.
Στην Κωνσταντινούπολη που εκείνη την εποχή δεν είχε πληθυσμό μεγαλύτερο από 50.000, υπήρχαν περίπου 5.000 βυζαντινοί στρατιώτες καθώς και 1.300 ξένοι, κυρίως Γενουάτες και Βενετοί. Στις 26 Ιανουαρίου 1453, δύο γενουατικά πλοία που μετέφεραν 700 πολεμιστές, έφθασαν στην βυζαντινή πρωτεύουσα. Ο Κωνσταντίνος ΙΑ' απένειμε στον αρχηγό τους στρατηγό Ιωάννη Ιουστινιάνη, έμπειρο πολεμιστή, τον τίτλο του πρωτοστράτορος και του ανέθεσε την άμυνα της πόλης. Παρά τη σημαντική
αριθμητική διαφορά, η Πόλη προστατευόταν από τείχη που είχαν μήκος πέραν των 22 χιλιομέτρων.
Στις 7 Απριλίου κηρύχθηκε επίσημα η πολιορκία από τον Μωάμεθ Β' και στις 12 κατέφθασε ο τουρκικός στόλος από την Καλλίπολη. Ήταν ο πρώτος πραγματικά αξιόμαχος στόλος που είχαν αποκτήσει οι Οθωμανοί. Στις 12 Απριλίου ξεκίνησε ο βομβαρδισμός με τα κανόνια. Ωστόσο η άμυνα τις πρώτες βδομάδες διεξάγονταν με επιτυχία. Στις 18 Απριλίου αποκρούστηκε με επιτυχία η πρώτη συντονισμένη τουρκική έφοδος.
Στις 22 Απριλίου, ο στόλος των Τούρκων ύστερα από επιχείρηση της προηγούμενης νύχτας, κατάφερε να διεισδύσει εντός του Κεράτιου κόλπου. Τότε οργανώθηκε σχέδιο για να πυρποληθεί ο τουρκικός στόλος με υγρό πυρ την επόμενη νύχτα, όμως το σχέδιο προδόθηκε και έτσι δεν πραγματοποιήθηκε. Επιπλέον, η άμυνα της πόλης εξασθενούσε, καθώς έπρεπε να τοποθετηθούν δυνάμεις στο τείχος του
Κερατίου που ως τότε δεν είχε ανάγκη από ιδιαίτερη περιφρούρηση.
Στο μεταξύ στη βυζαντινή πρωτεύουσα είχε γίνει ιδιαίτερα αισθητή η έλλειψη τροφίμων. Οι πολεμιστές είχαν αρχίζει να κουράζονται με τις αλλεπάλληλες εχθρικές επιθέσεις. Στις 21 Μαΐου, ο σουλτάνος έστειλε πρέσβη στην Κωνσταντινούπολη. Ζητούσε την παράδοση της πόλης με την υπόσχεση να επιτρέψει στον Αυτοκράτορα και σε όσους το επιθυμούσαν να φύγουν με τα υπάρχοντά τους. Επίσης, θα αναγνώριζε τον Κωνσταντίνο ως ηγεμόνα της Πελοποννήσου. Τέλος, εγγυόταν για την ασφάλεια του
πληθυσμού που θα παρέμενε στην πόλη. Οι αντιπροτάσεις του Κωνσταντίνου διαπνέονταν από πνεύμα αξιοπρέπειας και αποφασιστικότητας, αρνούμενος την παράδοση της πόλης
Η τελική επίθεση
Ύστερα από την αποτυχημένη προσέγγιση η τελική επίθεση ορίστηκε για την νύχτα της 29ης Μαΐου. Στις 28 Μαΐου, συντελέστηκε μεγάλη ακολουθία στην Αγία Σοφία, η τελευταία χριστιανική ακολουθία που πραγματοποιήθηκε στην εκκλησία της πόλης, την οποία παρακολούθησε πλήθος αξιωματούχων και πιστών. Ο Κωνσταντίνος ΙΑ' σε λόγο προς τον λαό του, όπως τον διασώζει ο Γ. Φραντζής, τον προέτρεψε να αντισταθεί, λέγοντας ότι οι Τούρκοι «υποστηρίζονται από όπλα, ιππικό, πυροβολικό και την αριθμητική τους υπεροχή, εμείς όμως στηριζόμεθα πρώτα στον Θεό και Σωτήρα μας και κατόπιν στα χέρια μας και στην δύναμή μας που μας έχει χαρίσει ο ίδιος ο Θεός».
Την Τρίτη το βράδυ, 29 Μαΐου, μεταξύ 01.00 και 02.00, εκδηλώθηκε γενική τουρκική επίθεση. Οι Βυζαντινοί κατάφεραν να αποκόψουν τις υπόγειες σήραγγες απ' όπου οι Τούρκοι προσπάθησαν να περάσουν κάτω από τα τείχη. Οι δύο πρώτες επιθέσεις αποκρούστηκαν. Με επιμονή οι Τούρκοι επιτέθηκαν κατά του μέρους των τειχών το οποίο ήταν κοντά στην πύλη του Αγίου Ρωμανού (Πέμπτον), όπου πολεμούσε και ο ίδιος ο Αυτοκράτορας. Ένας από τους κύριους υπερασπιστές της πόλης, ο Γενουάτης Ιουστινιάνη, τραυματίστηκε σοβαρά και αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τον αγώνα. Αυτή η απώλεια υπήρξε ανεπανόρθωτη για τους Βυζαντινούς. Στα τείχη δημιουργούνταν συνεχώς ρήγματα και ο Αυτοκράτορας, πολεμώντας ως απλός στρατιώτης, έπεσε στην μάχη.
Λεηλασίες
Η πολιορκία κράτησε περίπου 3 μήνες και τελικά ο Μωάμεθ κατέλαβε την Κωνσταντινούπολη την Τρίτη, 29 Μαΐου 1453 (αποφράς ημέρα). Μετά τον θάνατο του Κωνσταντίνου οι Τούρκοι όρμησαν μέσα στην πόλη, αρχίζοντας μαζικές λεηλασίες. Ένα μεγάλο πλήθος πολιτών κατέφυγε στην Αγία Σοφία, ελπίζοντας να βρει εκεί ασφάλεια. Αλλά οι Τούρκοι διέρρηξαν την κεντρική πύλη και όρμησαν μέσα στην εκκλησία όπου έσφαξαν το πλήθος, χωρίς διάκριση φύλου και ηλικίας. Την ημέρα της πτώσης της Κωνσταντινούπολης, ή πιθανόν την επόμενη, ο Σουλτάνος εισήλθε επίσημα στην πόλη και πήγε στην Αγία Σοφία, όπου και προσευχήθηκε. Κατόπιν ο Πορθητής εγκαταστάθηκε στα αυτοκρατορικά ανάκτορα των Βλαχερνών.
Βάσει των ομόφωνων πληροφοριών των πηγών, η λεηλασία της πόλης κράτησε, όπως είχε υποσχεθεί ο Μωάμεθ στους στρατιώτες του, τρεις μέρες και τρεις νύκτες, με τον περιορισμό να μην καταστρέψουν κανένα κτίριο. Ο άμαχος πληθυσμός της Κωνσταντινούπολης θανατωνόταν χωρίς διάκριση. Οι εκκλησίες με επικεφαλής την Αγία Σοφία, καθώς και τα μοναστήρια, με όλο τους τον πλούτο, λεηλατήθηκαν και βεβηλώθηκαν, ενώ οι ιδιωτικές περιουσίες έγιναν αντικείμενο αρπαγής και λαφυραγωγίας. Κατά τη διάρκεια αυτών των ημερών χάθηκαν αναρίθμητοι πολιτιστικοί θησαυροί. Πολύτιμα βιβλία κάηκαν, κομματιάστηκαν ή πουλήθηκαν σε εξευτελιστικές τιμές. Ο ιστορικός Κριτόβουλος, που ανήκε στο οθωμανικό στρατόπεδο, αναφέρει ότι δεν υπήρξε στοιχειώδης οίκτος κατά τις λεηλασίες και η πόλη ερημώθηκε ολοσχερώς.
Κωνσταντίνος ΙΑ’ Παλαιολόγος ή Κωνσταντίνος Δραγάσης (08/02/1404 - 29/05/1453).
Τελευταίος Αυτοκράτορας της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας (1449 - 1453).