03 Μαΐου 2014

ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΘΕΟΔΟΣΙΟΣ ΔΑΜΒΑΚΕΡΑΚΗΣ (1908 – 2000) (Ο τελευταίος Ασκητής του Κρητικού Νότου) - ΒΙΝΤΕΟ με Ομιλία Του Γέροντα



Σημασία έχει να μπούμε στον Παράδεισο….



Γράφει ο Αντώνης Ε. Στιβακτάκης
Τον γνώρισα μια πολύ σημαντική μέρα της ζωής μου. Ήταν η μέρα του γάμου μου με τη θυγατέρα της αγαπημένης του πρωτοεξαδέλφης, και τον αντίκρισα για πρώτη φορά μέσα στον περικαλλή Ναό του Αγίου Τίτου στο Ηράκλειο, να στέκεται ανάμεσα στο πλήθος ευθυτενής, μεγαλοπρεπής, σοβαρός, συγκινημένος, δίνοντας την εντύπωση ότι καθ’ όλη τη διάρκεια του Ιερού Μυστηρίου προσευχόταν εκ βαθέων.
Εκείνη τη μέρα έμαθα πως ήταν ο Γέροντας Θεοδόσιος Δαμβακεράκης, πρωτοεξάδελφος της πεθεράς μου, και ασκούνταν πνευματικά στην περιοχή της Κατεβατής Ακουμίων, όπου είχε δημιουργήσει με πολλούς κόπους και μεγάλες θυσίες το Ησυχαστήριο του Αγίου Αντωνίου, τον οποίο ιδιαίτερα ευλαβείτο.
Όταν πλησίασε, μεταξύ των πρώτων, να μας ευχηθεί, θεώρησα εκείνη την τιμή μεγάλη ευλογία και καλό πνευματικό εφόδιο για την αρχή της καινούργιας ζωής μας. Αυθόρμητα έσκυψα και του φίλησα με μεγάλο σεβασμό το χέρι κι αυτός βλέποντας την πηγαία και ειλικρινή έκφραση των συναισθημάτων που είχαν πλημμυρίσει την ψυχή μου μου το ανταπέδωσε στο πολλαπλάσιο, αγκαλιάζοντάς με, φιλώντας με και λέγοντάς μου να είναι ευλογημένη από τον Θεό η καινούργια ζωή μου.

Ο γέροντας Θεοδόσιος Δαμβακεράκης (1907-2000) ασκήτεψε στο χωριό Ακούμια του Νομού Ρεθύμνου. Γέροντας χαρισματούχος και διορατικός, χαρακτηρίστηκε από τον γέροντα Παΐσιο τον αγιορείτη ως "Διαμάντι της Κρήτης". Χιλιάδες ήταν αυτοί που τον επισκέφτηκαν στο μοναστήρι του, εκατοντάδες όμως ήταν και τα πνευματικά του παιδιά, μεταξύ των οποίων γιατροί, εκπαιδευτικοί, στρατιωτικοί, ακόμα και κληρικοί. Ειδικά από τα Χανιά που είχε πάρα πολλά πνευματικοπαίδια και διάνυαν περί των 100 χιλιομέτρων για να ακούσουν τα απλοϊκά και θεοσόφιστα λόγια του, αλλά και για να πάρουν συμβουλές και δύναμη για τον ακατάπαυστο προσωπικό τους αγώνα. Η ανιδιοτελής αγάπη του στον συνάνθρωπο, η διορατικότητά του, αλλά και οι πολλές του θαυματουργικές επεμβάσεις (ακόμα και εν ζωή), ήταν αίτια να αγαπηθεί τόσα θερμά από όλους τους Κρητικούς και να αποτελέσει ένα σημαντικό σημείο αναφοράς του Ορθόδοξου κρητικού ασκητισμού.Το παρόν βίντεο συνοδεύει το βιβλίο "Ο Γέροντας Θεοδόσιος", όπου προλογίζει ο συγγραφέας του βιβλίου κ. Παναγιώτης Μαρεντάκης (Θεολόγος - τ. Γυμνασιάρχης).

Έκτοτε συνδέθηκα μαζί του στενά και πάντα, όταν πήγαινα στα Σαχτούρια, περνούσα οπωσδήποτε από το Ησυχαστήριο του Αγίου Αντωνίου στην Κατεβατή, για να δω το Γέροντα, να πάρω την ευχή του και να συζητήσουμε. Αυτή η πολύχρονη, πλέον των δεκαοκτώ ετών, επικοινωνία μου μαζί του υπήρξε πνευματικά καρποφόρα και άφησε τα άγια ίχνη του στη συνείδησή μου.
Θα μου μείνει αξέχαστη η πραεία μορφή του, η απλότητά του, η συγκατάβαση με την οποία αντιμετώπιζε το συνομιλητή του, η αγνότητά του, η αγαθή ψυχή του, η απέραντη αγάπη του στον Θεό και η συνεχής αναζήτηση της σωτηρίας της ψυχής του.
Πολλές φορές συζητώντας μου έλεγε: “Τι λες, δάσκαλε, θα σωθούμε; Θα μας ελεήσει ο Θεός;”
Και το έλεγε αυτό με απλότητα και αγνότητα μικρού παιδιού, αλλά και με επίγνωση ότι αυτό ήταν και είναι ο σκοπός της ύπαρξης του ανθρώπου πάνω στη γη και ιδιαίτερα του Ορθόδοξου Χριστιανού.
Εκεί, στο Ησυχαστήριο του Αγίου Αντωνίου, δημιούργησε ο Γέροντας Θεοδόσιος, με εξαντλητική προσωπική εργασία, μια αληθινή όαση. Τρεις μικρούς κατανυχτικούς Ναούς, αφιερωμένους στην Παναγία, στον Άγιο Αντώνιο και στον Άγιο Νεκτάριο. Στο Ναό της Παναγίας ο Γέροντας τοποθέτησε μια εικόνα της Παναγίας μεγάλων διαστάσεων με την προσωνυμία “Ρόδον το Αμάραντον”, που αποτελεί μεγάλη ευλογία για το Ησυχαστήριο και για ολόκληρη την περιοχή.
Κάποτε του ζήτησα να μου διηγηθεί την ιστορία της ζωής του. Δίστασε… δεν έδειξε ενδιαφέρον. “Τι σημασία έχουν όλα αυτά”, μου είπε “σημασία έχει να μπούμε στον Παράδεισο. Θα τα καταφέρουμε;” Μπροστά όμως στην επιμονή μου υποχώρησε και ικανοποίησε πολύ συνοπτικά την “περιέργειά” μου.
Γεννήθηκε στα Ακούμια Αγίου Βασιλείου το έτος 1908 και ήταν το πέμπτο στη σειρά παιδί του Στυλιανού Δαμβακεράκη και της καταγόμενης από τα Σαχτούρια Μαρίας, το γένος Κοτσυφάκη. Όταν τον βάφτισαν, τον ονόμασαν Θεμιστοκλή. Η οικογένειά του διακρινόταν για την ευσέβειά της και την προσήλωσή της στις θρησκευτικές παραδόσεις.
Σε ηλικία 14 περίπου ετών ένα θαυμαστό γεγονός που συνέβη στο νεαρό Θεμιστοκλή στην Κατεβατή, κοντά στον παλαιό, ερειπωμένο τότε, Ναό του Αγίου Αντωνίου υπήρξε καθοριστικό για τη μετέπειτα ζωή του. Νέος στρατεύθηκε και πολέμησε στο βορειοηπειρωτικό μέτωπο στο οποίο, όπως έλεγε ο ίδιος, διατηρήθηκε “αβλαβής και καθαρός”.
Γερ. Θεοδόσιος (νέος)
Επιστρέφοντας από το Μέτωπο στην Κρήτη πέρασε από την Καλαμάτα, όπου έγινε μοναχός σε Μοναστήρι της περιοχής στο οποίο παρέμεινε 7 χρόνια. Μετά επέστρεψε στα Ακούμια και άρχισε να δημιουργεί στην Κατεβατή το υπέροχο έργο του.
Ανοικοδόμησε τον παλαιό Ιερό Ναό του Αγίου Αντωνίου, τη στέγη, το τέμπλο, τον περίβολο του Ναού. Στη συνέχεια διαμόρφωσε τον περιβάλλοντα χώρο, έφτιαξε γύρω γύρω μπεντένι, μικρά κελιά, φύτεψε δέντρα και διαμόρφωσε το χώρο για τη δημιουργία ενός μικρού κήπου, για να εξασφαλίσει τα αναγκαία για τη λιτή διατροφή του.
Στη συνέχεια έχτισε το Ναό της Παναγίας στη θέση ενός τεράστιου βράχου, που υπήρχε στο βορειοδυτικό άκρο του Ησυχαστηρίου. Μέσα σ’ αυτό το Ναό τοποθέτησε τη μεγάλη εικόνα “ρόδον το Αμάραντον” με κεντρικό πρόσωπο την Παναγία και γύρω απ’ αυτήν μικρότερες εικόνες, ενσωματωμένες στη μεγάλη, σχετικές επίσης με την επί γης ζωή της Θεομήτορος.
Αργότερα, έκτισε και το Ναό του Αγίου Νεκταρίου, λίγο ανατολικότερα από το Ναό της Παναγίας, τον οποίο ο Γέροντας ευλαβείτο πολύ. Στο χτίσιμο του Ναού του Αγίου Νεκταρίου βοήθησαν σημαντικά οι τεχνίτες που οικοδόμησαν το Ναό της Παναγίας, ύστερα από ένα θαυμαστό γεγονός του οποίου έγιναν αυτόπτες μάρτυρες.
Ο Γέροντας καμάρωνε ταπεινά το Ησυχαστήριό του, αυτό το υπέροχο δημιούργημα των χειρών του και κυρίως της Πίστεώς του και της απόλυτης και χωρίς όρους αφοσίωσής του στον Θεό. Η πόρτα του Ησυχαστηρίου του ήταν πάντα ανοιχτή και η φιλοξενία αβραμιαία.
Το “τυπικό” της φιλοξενίας του ήταν χαρακτηριστικό.
“Πήγαινε στον Άγιο Αντώνιο να προσκυνήσεις και θα έρθω κι εγώ σε λίγο”, έλεγε στον προσκυνητή, αφού πρώτα τον χαιρετούσε και του έδινε την ευχή του. Σε λίγο ερχόταν και ο ίδιος στο μικρό, κατανυχτικό Ναό. Σου έλεγε να καθίσεις και καθόταν κι αυτός στο στασίδι δίπλα στο αναλόγιο. Με αγάπη, με απλότητα, με ταπείνωση, με διάκριση συζητούσε μαζί σου και κυρίως τον άκουγες να μιλεί και να απαντά σε ό,τι τον ρωτούσες. Πάντα ήταν εμφανής ο πόθος του και η πνευματική “αγωνία” του για τη σωτηρία έστω και μιας ψυχής.
Στη συνέχεια στο μικρό του κελάκι με την “καλογερική ακαταστασία”, που ανέδιδε όμως πνευματική ευωδία, συνεχιζόταν η συζήτηση και η φιλοξενία.
Όταν έφευγες σου έδινε απαραίτητα μοσχοθυμίαμα, φτιαγμένο από τον ίδιο με νηστεία, προσευχή και δάκρυα. Κι εσύ αναχωρούσες αναπαυμένος ψυχικά και λαχταρούσες πότε θα ερχόταν ξανά η ώρα να τον συναντήσεις και πάλι.
Θεοδόσιος
Ο Γέροντας επισκέφθηκε δύο φορές το πνευματικό προπύργιο του Ορθόδοξου Μοναχισμού, το Άγιον Όρος, το πάντερπνο και πανεύοσμο Περιβόλι της Παναγίας, στο οποίο ασκείται πνευματικά και ένας κατά σάρκα ανιψιός του, γιος της αδελφής του Καλλιόπης.
Τότε επισκέφθηκε στο Κουτλουμουσιανό Κελί της Παναγούδας το Γέροντα Παΐσιο (1924-1994), το μεγάλο Αθωνίτη Ασκητή και μίλησαν αρκετή ώρα οι δύο τους. Η χαρά του ήταν απερίγραπτη, έκανε πραγματικά σαν μικρό παιδί, έπλεε σε πελάγη πνευματικής ευτυχίας, γιατί ο π. Παΐσιος του έδειξε ειλικρινή αδελφική αγάπη και του είπε ότι το έργο που επιτελεί στο Ησυχαστήριό του στην Κατεβατή Ακουμίων είναι ευάρεστο στον Θεό.
Έκτοτε, όταν τον ρωτούσε κανείς για τις εντυπώσεις του από το Άγιον Όρος, έλεγε: “Για να ωφεληθείς πηγαίνοντας στο Άγιον Όρος πρέπει να πας με πρόθεση και απόφαση μετανοίας… Και συμπλήρωνε πως “κάθε Μοναστήρι, παιδάκι μου, είναι κι ένα μικρό Άγιον Όρος που μπορεί να μας βοηθήσει να σώσομε την ψυχή μας”.
Πήγε και στους Αγίους Τόπους τρεις φορές. Επισκέφθηκε και προσκύνησε όλα τα μέρη που άφησε τα άγια ίχνη της παρουσίας Του στη γη ο Χριστός και έλαβε “ανακαινιστικόν βάπτισμα” στα κρυστάλλινα “ρείθρα” του Ιορδάνη.
Λίγο πιο κάτω από το Ησυχαστήριό του στην Κατεβατή ασκούνταν ο Γέροντας Γεννάδιος (+1987) στην Αγία Άννα, στην ευρύτερη περιοχή της Ακουμιανής Γιαλιάς. Έζησαν μαζί 35 χρόνια, επισκέπτονταν ο ένας το Ησυχαστήριο του άλλου, και τους έδενε βαθύτατος αδελφικός πνευματικός δεσμός.
Ο Γέροντας Θεοδόσιος μιλούσε πάντα με πνευματικό θαυμασμό για το Γέροντα Γεννάδιο και έλεγε συχνά: “Ο π. Γεννάδιος είχε παραρίξει το σώμα του αλλά αυτό ωφέλησε πολύ την ψυχή του”.
Γέροντας Θεοδόσιος
Ο Γέροντας Θεοδόσιος είχε “δι’ αλληλογραφίας” επικοινωνία με πολλούς πιστούς σ’ ολόκληρη την Ελλάδα. Απαντούσε σ’ όλες τις επιστολές που έπαιρνε και το έκανε αυτό ως τα βαθιά του γεράματα παρά τη σωματική του αδυναμία. Μ’ αυτό τον τρόπο εκδήλωνε για άλλη μια φορά τη γνήσια αδελφική αγάπη του προς το συνάνθρωπο, γιατί ο Γέροντας έλεγε συχνά ότι τον Θεό θα τον αγαπήσομε πραγματικά με την αγάπη, τη συγκατάβαση και τη βοήθεια, που θα προσφέρομε στους συνανθρώπους μας.
Είχε πάντα στο νου του στους καλούς λογισμούς, ποτέ δεν σκεφτόταν ούτε περνούσε από το μυαλό του το κακό. Η σκέψη του “ταξίδευε” πάντα στα δροσόλουστα, χλοερά, μυροβόλα λιβάδια των καλών λογισμών, δείγμα κι αυτό ανεξίκακης και φιλόκαλης καρδιάς. Όταν έπαθε σοβαρή ζημιά ο Ναός του Αγίου Αντωνίου από φωτιά, που προκλήθηκε μάλλον από κάποιο αναμμένο κερί, που ξεχάστηκε, μου είπε με απλότητα και αγνότητα μικρού παιδιού: “Ίσως ήταν από τον Θεό να γίνει αυτό, για να με κάμει να φτιάξω άλλο καμπαναριό, γιατί το παλιό ήταν ετοιμόρροπο να πέσει και υπήρχε σοβαρός κίνδυνος για τους προσκυνητές”.
Στις συζητήσεις του με τους κοσμικούς ο Γέροντας Θεοδόσιος τόνιζε πάντα με έντονο τρόπο τη χοϊκή καταγωγή και προέλευση του ανθρώπου, τη ματαιότητα αυτού του κόσμου αλλά και την καθοριστική σημασία που είχε για τον άνθρωπο η παρούσα ζωή για την κατάκτηση της αιώνιας.
Έλεγε χαρακτηριστικά ότι ο άνθρωπος πρέπει να αξιοποιήσει στο έπακρον και με τον καλύτερο τρόπο την επίγεια ζωή του, για να κατακτήσει και να απολαύσει πνευματικά την ουράνια και αιώνια ζωή.
Έδινε ιδιαίτερη σημασία στο θέμα της νηστείας, θεωρώντας την βασικό στοιχείο της πνευματικής ζωής του χριστιανού. “Χωρίς νηστεία, αγρυπνία και προσευχή”, έλεγε, “δεν πολεμούνται τα ανθρώπινα πάθη” και συνιστούσε ιδιαίτερα την πνευματική νηστεία, δηλαδή τη “νηστεία” των παθών, των αδυναμιών, των ανθρώπινων λαθών.
Για να ενισχύσει τους πιστούς που τον επισκέπτονταν και του εξέφραζαν τον προβληματισμό και την απογοήτευσή τους για τη σημερινή κατάσταση του κόσμου και την πνευματική κούραση που τους προκαλούσε αυτή η κατάσταση, έλεγε με πειστικότητα: “Το τριαντάφυλλο δεν χάνει την ευωδιά του ακόμη κι αν πέσει μέσα στη λάσπη… το χρυσάφι, ακόμη κι αν ανακατευθεί με το χώμα, δεν χάνει την αξία και τη λάμψη του. Έτσι και ο πιστός, ο αληθινά πιστός άνθρωπος δεν χάνει την πίστη του, την πνευματικότητά του ζώντας μέσα στον κόσμο”.
Ο Γέροντας Θεοδόσιος υπηρέτησε το Θεό πολλές δεκαετίες με πνευματικό ηρωισμό, αυτοθυσία και αυταπάρνηση και αξιώθηκε να φθάσει σε βαθύτατο γήρας έχοντας “καθαρότητα νοός” και ζώντας πάντα έντονα την εν Χριστώ Ιησού ζωή.
Την Τετάρτη 22 Νοεμβρίου 2000 η αγνή ψυχή του ταπεινού τελευταίου ασκητή του αγιοτόκου κρητικού Νότου, όπως εύστοχα ονόμασε το Γέροντα Θεοδόσιο στο περίπυστο έργο του “Μοναστήρια και ερημητήρια της Κρήτης” ο διακεκριμένος συγγραφέας και δημοσιογράφος κ. Νίκος Ψιλάκης, έσπασε τα γήινα δεσμά και πέταξε στην απεραντοσύνη της Άνω Ιερουσαλήμ, στο αιώνιο φως της Βασιλείας των Ουρανών.
Την επόμενη μέρα πλήθος ιερέων, με επικεφαλής τον Σεβασμιότατο Μητροπολίτη Λάμπης, Συβρίτου και Σφακίων κ. Ειρηναίο, και εκατοντάδες πιστών προέπεμψαν τον μακαριστό Γέροντα στην τελευταία επίγεια κατοικία του, στον “οίκο του”, όπως ο ίδιος αποκαλούσε τον τάφο του, που τον είχε φτιάξει πολλά χρόνια πριν δίπλα στην εκκλησία του Αγίου Αντωνίου.
Ήταν όλοι σίγουροι, είμαστε όλοι όσοι τον γνωρίζαμε σίγουροι, ότι ο Θεός περίμενε την αγιασμένη ψυχή του στις όχθες της επουρανίου Τιβεριάδος, για να απευθύνει στο Γέροντα το ευαγγελικόν: “Εύ, δούλε, αγαθέ και πιστέ.
Επί ολίγα ής πιστός επί πολλών σε καταστήσω. Είσελθε εις την χαράν του Κυρίου σου”.

Πάρε παιδί μου τον Γέροντα μαζί σου μέχρι το Ρέθυμνο (Γέροντας Θεοδόσιος Δαμβακεράκης)


Ρετουνιώτη Χρήστου, Υπολοστρόμου
Αθήνα
«Πολλές φορές είχα επισκεφθεί τον Γέροντα Θεοδόσιο, όπως επίσης τους Γέροντες Παΐσιον Πορφύριο και Ιάκωβο, γιατί μου άρεσε να ακούω τον Γέροντα. Τώρα που κοιμήθηκε συναντώ τον Γέροντα Ευμένιο στα Ρούστικα.
Μια φορά το 1998, τον είχα επισκεφθεί και ετοιμαζόμουν να φύγω. Τότε η Γερόντισσα Μαγδαληνή μου λέει: «Πάρε παιδί μου τον Γέροντα μαζί σου μέχρι το Ρέθυμνο. Εγώ με χαρά μου μεγάλη, γιατί θα με συντρόφευε ο Γέροντας μέχρι το Ρέθυμνο και γιατί το θεωρούσα ευλογία για μένα, είπα «με μεγάλη μου χαρά».
Φεύγουμε και αφού περάσαμε από τον αδελφό του στ’ Ακούμια, συνεχίσαμε για το Ρέθυμνο, ενώ σε όλη την πορεία η γνωστή ευωδία του Γέροντα πλημμύριζε το αυτοκίνητό μου.
Φθάσαμε στο Ρέθυμνο και σε ένα κεντρικό δρόμο μου λέει ο Γέροντας «Σταμάτησε Χρήστο ευλογημένε, εδώ θα κατέβω». Ο δρόμος ήταν μια ευθεία και εκεί που σταματήσαμε δεν υπήρχε κανένα στενό ή άλλοςκάθετος δρόμος.
Κατεβαίνει ο Γέροντας και γυρίζω το κεφάλι μου να δω που θα πάει. Όπως τον έβλεπα να προχωρεί, ξαφνικά χάνεται, έγινε άφαντος, χωρίς να μπει σε κανένα σπίτι ή μαγαζί. Χάθηκε κυριολεκτικά μπροστά από τα μάτια μου και το μόνο που έκανα ήταν ο σταυρός μου.



Μου είχαν δώσει λίγο χρόνο ζωής (Γέροντας Θεοδόσιος Δαμβακεράκης)

hqdefault
Ευγενίας Β., Οικιακά
Χανιά
«Επισκέφθηκα τον Γέροντα Θεοδόσιο μαζί με τον άνδρα μου και την αδελφή μου στις 28 Μαΐου του 1996 για να τον παρακαλέσω να με βοηθήσει, γιατί είχα πολύ σοβαρό πρόβλημα υγείας και οι γιατροί μου είχαν δώσει λίγο χρόνο ζωής.
Μας δέχθηκε στο εκκλησάκι του Αγίου Αντωνίου και μας έδωσε συμβουλές για διάφορα θέματα της πίστης μας, ενώ είχα διαρκώς την εντύπωση ότι με κοίταζε με πολύ αγάπη και με χαμόγελο. Όταν ετελείωσε, μου είπε «ευλογημένη Ευγενία, πες μου το πρόβλημά σου».
Αφού μου πέρασε η έκπληξη, γιατί δεν του είχα πεί τίποτα ακόμη, με δάκρυα του είπα για την σοβαρή αρρώστια μου. Όταν ετελείωσα, πήγε στο ιερό, έφερε ένα σταυρό με τον οποίο με σταύρωσε και μου είπε «ευλογημένη Ευγενία, θα γίνεις καλά, γιατί σε έχει ανάγκη η οικογένεια σου. Μη φοβηθείς, όταν θα αρρωστήσει και ο άνδρας σου, γιατί θα γίνει και αυτός καλά».
Τον ευχαρίστησα κλαίγοντας και φύγαμε. Την επόμενη το μεσημέρι, μόλις που είχα ξαπλώσει, βλέπω να εμφανίζεται μέσα σε φως ο Κύριος, να κρατά στο χέρι του αντίδωρο και να μου χαμογελά. Επίστευσα ότι ήταν το αποτέλεσμα της προσευχής του Γέροντα, ο οποίος, όσες φορές και αν τον επισκέφθηκα κατόπιν, πάντοτε μου έλεγε «ευλογημένη, θα γίνεις καλά».
Τώρα, έχουν περάσει περίπου 13 χρόνια και παρά τις προβλέψεις των γιατρών όχι μόνο δεν απέθανα, αλλά έχω γίνει τελείως καλά, όπως έγινε και ο άνδρας μου καλά μετά από ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας που επέρασε.
Έγιναν, όπως μου είχε πει ο Γέροντας, γι’ αυτό κι εγώ δεν παύω να τον ευχαριστώ και να τον επικαλούμαι, τώρα που έχει κοιμηθεί γι’ αυτό έχω βάλλει τη φωτογραφία του στο εικονοστάσι του σπιτιού μου και πότε-πότε αισθάνομαι μέσα στο σπίτι μου την ευωδία του, σημάδι, μάλλον, της παρουσίας του. Ο Γέροντας για μένα είναι ένας άγιος, γι’ αυτό, όσοι τον είχαμε γνωρίσει, ας έχουμε τη βοήθεια του.»

Πηγή: Μαρεντάκης Παναγιώτης, Θεολόγος τ. Γυμνασιάρχης, «Ο Γέροντας Θεοδόσιος, ο ασκητής της Κρήτης», Εκδόσεις-Βιβλιοπολείο «Η αυτογνωσία», Χανιά 2009.

Ο εκκλησιασμός (Γέροντας Θεοδόσιος Δαμβακεράκης)

ekklisiasmos
Ο εκκλησιασμός
«Πηγαίνετε κάθε Κυριακή στην Εκκλησία; Εξομολογείσθε; Κοινωνείτε; Όχι; Πως θα γίνετε επιστήμονες παιδιά μου; Θα σας πω λοιπόν για την Εκκλησία».
Ο άνθρωπος που δεν πηγαίνει, δεν σώζεται, γιατί η κιβωτός που σώζει τον άνθρωπον είναι η Εκκλησία. Εκεί γίνονται μυστήρια και λέει ο ψαλμωδός «εν εκκλησίας ευλογείτε τον Θεόν».
Πρέπει λοιπόν να εκκλησιάζεσθε κάθε Κυριακή τώρα που είσθε μικροί και πάτε για ένα μέλλον, θα σας πω μια ιστορία:
Στην Κων/πολη ήταν κάποτε ένας άνθρωπος πολύ γέρος που είχε ένα μονάκριβο παιδί. Εκείνη την εποχή ήταν οι δούλοι, οι σκλάβοι. Μια μέρα του λέει λοιπόν:
«Θα ‘ρθείς παιδί μου, να σε πουλήσω σαν σκλάβο γιατί δεν μπορώ άλλο. θα σου δώσω εγώ την ευχή μου καί θα περάσεις καλά». Το παιδί, επειδή ήταν καλό, άκουσε τον πατέρα του και του λέει «Όπως θέλεις πατέρα».
Ήταν λοιπόν ένας άρχοντας και του λέει: «Πόσο θα μου πουλήσεις τον γιό σου» και πληρώνει.Παίρνει ο πατέρας το παιδί πιο πέρα και του λέει: «θα σου δώσω μια πατρική συμβουλή. Τώρα που θα πας στον άρχοντα, θα κάνεις υπακοή, αλλά όταν θα βλέπεις Εκκλησία θα μπαίνεις, θα πηγαίνεις στην Λειτουργία από την αρχή μέχρι το τέλος»
Πήρε ο άρχοντας το παιδί σκλάβο, αλλά επειδή ήταν πολύ καλό το πήρε κοντά του και τον έστελνε με διάφορα έγγραφα σε άλλους άρχοντες. Μια ημέρα πήγαιναν σε κάποιον άρχοντα αλλά εξέχασε να πάρει ένα έγγραφο. Λέει λοιπόν στο παιδί «πήγαινε παιδί μου να μου το φέρεις, είναι επάνω στο γραφείο μου».
Την ώρα όμως που μπήκε το παιδί, η γυναίκα του άρχοντα αμάρτανε με έναν άλλον σκλάβο, χωρίς όμως να τους δεί το παιδί. Αυτοί όμως το είδαν και φοβήθηκαν, ότι τους είδε, θα το έλεγε στον άρχοντα και θα τους τιμωρούσε αυστηρά.
Όταν λοιπόν επέστρεψε ο άρχοντας του λέει η γυναίκα του: «Ο νεαρός που έστειλες το πρωί μου επιτέθηκε με κακό σκοπό, γι’ αυτό θέλω να τον τιμωρήσεις αυστηρά».
Ο άρχοντας ειδοποιεί έναν αξιωματικό πως θα του στείλει αύριο ένα υπηρέτη και να τον σκοτώσει.
Την άλλη μέρα λέει στο παιδί: «Πήγαινε στον αξιωματικό και πες του ότι ήλθα για την παραγγελία». Το παιδί έκανε τον σταυρό του και έφυγε.
Στον δρόμο του όμως ήταν μια Εκκλησία που ελειτουργείτο. Μπήκε, προσκύνησε τις εικόνες και σταμάτησε να ακούσει την λειτουργία όπως του είχε πει ο πατέρας του με αποτέλεσμα να καθυστερήσει μία ώρα. Στο διάστημα αυτό ο άλλος δούλος, που είχε αμαρτήσει, αγωνιούσε γιατί περνούσε η ώρα καί δεν γινόταν τίποτα.
Η αμαρτία πάντα γεννά τον θάνατον. Αποφάσισε να πάει ο ίδιος στον αξιωματικό να δει τι έγινε και εκείνος τον σκοτώνει.
Όταν τελείωσε η λειτουργία πηγαίνει το παιδί και του λέει: «ήλθα για την παραγγελία», και τότε αυτός του είπε «πάρτην» και του δίδει ένα σακούλι.
Γυρίζει στον άρχοντα που εκείνη την στιγμή ήταν μαζί με την γυναίκα του και του δίνει την παραγγελία. Ανοίγει το σακούλι και βλέπει το κεφάλι του δούλου. Το είδε και η γυναίκα του, φοβήθηκε και ομολόγησε, ότι αυτός ήταν ο δούλος που την κακοποίησε και όχι το παιδί.
Ο άρχοντας τότε έκανε το παιδί, γιο του και έζησε τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του πλούσια.
Βλέπετε παιδάκια μου, πόσο ωφελήθηκε το παιδί, και έσωσε τη ζωή του και έζησε κατόπιν πλούσια, γιατί επήγε μια ώρα στην Εκκλησία.
Ο άνθρωπος πάντοτε ωφελείται όταν εκκλησιάζεται. Να το προσέξετε αυτό για να σας βοηθήσει ο Θεός στο ποθούμενό σας.
Πρέπει να πηγαίνετε στην Εκκλησία. Ύστερα πρέπει να εξομολογείσθε για να κοινωνήσετε.Όπως λερώνετε τα ρούχα σας και τα πλύνετε, έτσι και σαν άνθρωποι αμαρτάνετε και πρέπει να εξομολογείσθε για να πλύνετε την ψυχή σας.
Δεν μπορεί να πει ο άνθρωπος ότι «δεν μπορώ αλλά δεν θέλω». Πέστε τι είπε ο Χριστός και δεν μπορείτε να το κάνετε; Να εκκλησιάζεσθε λοιπόν κάθε Κυριακή και να νηστεύετε Τετάρτη και Παρασκευή. Μη φοβάσθε ότι θα πάθετε τίποτα.
Εάν θα φάτε κρέας την Μεγάλη Παρασκευή δεν βλάπτετε τον Χριστό αλλά κάνετε παράβαση. Πως θα δείξουμε την αγάπη μας προς τον Χριστόν; Πας στην εκκλησία, παίρνεις ένα κεράκι και δίδεις 100δρχ, το ανάβεις και προσκυνάς την εικόνα του Χριστού. Ο Θεός δεν θέλει τα λεφτά σου. Από την άλλη μεριά πάλι λέει «Να η Μαρία μου άναψε ένα κεράκι» ή «η Μαρία δεν έφαγε λάδι για μένα». Του δείχνεις την αγάπη σου.
Ο Θεός δεν είναι δυνάστης. Όμως πρέπει να Του δείχνουμε την αγάπη μας και την λατρεία μας.Να το προσέξουμε αυτό τώρα που είσθε μικροί και εύχομαι ο Θεός να σας αξιώσει στο ποθούμενό σας και στην ουράνια βασιλεία Του».
Πηγή: Μαρεντάκης Παναγιώτης, Θεολόγος τ. Γυμνασιάρχης, «Ο Γέροντας Θεοδόσιος, ο ασκητής της Κρήτης», Εκδόσεις-Βιβλιοπολείο «Η αυτογνωσία», Χανιά 2009.


Η καθαρότητα της ψυχής (Γέροντας Θεοδόσιος Δαμβακεράκης)

590_baa9fe5ab86097037418401aee1a7097
Η καθαρότητα της ψυχής
Ο Γέροντας έδιδε βαρύτητα στην καθαρότητα της ψυχής για την σωτηρία του ανθρώπου γι’ αυτό και έλεγε την παρακάτω ιστορία.
«Ένας βοσκός πήγε στον ιερέα να εξομολογηθεί και αυτός του είπε: «Να βαδίζεις στον ίσιον δρόμο και θα σωθείς». Βγήκε έξω και είδε δρόμο εδώ, δρόμο εκεί, και πιο πέρα ένα ίσιο δρόμο. Αυτόν θα πάρω, είπε, γιατί ο ιερέας μου είπε να βαδίζω στον ίσιο δρόμο.
Βάδιζε λοιπόν δυο ημέρες και έφθασε σ’ ενα μοναστήρι και κτυπά την πόρτα. Ο μοναχός που του άνοιξε τον ερώτησε «τι θέλεις;» «Είμαι βοσκός. Επήγα εξομολογήθηκα και μου είπε ο ιερέας να βαδίζω τον ίσιον δρόμο. Αφού λοιπόν ήλθα εδώ, κρατήσετέ με να σώσω την ψυχούλα μου».
«Να το πούμε στον Ηγούμενο» Πηγαίνουν λοιπόν και λέει ο μοναχός «Είναι βοσκός και θέλει να σώσει την ψυχή του». Τότε ο Ηγούμενος λέει: «Είσαι γέρος, αγράμματος, τι να σε κάνουμε στο μοναστήρι. Αλλά αφού θέλεις να μείνεις, έλα και θα σκουπίζεις μόνο την εκκλησία».
Πηγαίνουν στην εκκλησία και βλέποντας τον Χριστό επάνω στον σταυρό, γεμάτος αθωότητα, λέει: «Γιατί εσταυρώσατε τον αδελφόν εκεί πάνω;» «Γιατί δεν εσκούπιζε την εκκλησία» του λέει ο μοναχός.
Καθίζει μια, δυο τρεις ημέρες, δεν άντεξε άλλο ο βοσκός και πηγαίνει στον Εσταυρωμένο και του λέει: «Τρεις ημέρες είμαι εδώ και δεν είδα κανένα να σου δίνει λίγο νερό και σε λυπούμαι. Μα μάρτυς μου ο Θεός δεν θα φάω εάν δεν κατέβεις να φάμε μαζί».
Ο Πανάγαθος είδε την αθωότητα και κατέβηκε πραγματικά από τον σταυρό και έφαγαν. Όταν ετελείωσαν, του λέει ο βοσκός «Ανέβα πάλι επάνω, να μη σε δουν και σε τιμωρήσουν περισσότερο, γιατί σε λυπούμαι», και ανέβηκε πάλι ο Χριστός.
Επέρασαν πάλι τρεις ημέρες και είπε πάλι ο βοσκός «Δεν θα φάω αδελφέ μου, αν δεν κατέβεις και σύ να φάμε μαζί». Κατεβαίνει πάλι ο Χριστός και όταν έφαγαν του λέει «Έχω ένα πατέρα που είναι βασιλιάς και πολύ πλούσιος. Επειδή λοιπόν με εφιλοξένησες χωρίς να το ξέρει κανείς, θα σε πάρω κι εγώ στο παλάτι του πατέρα μου να σε φιλοξενήσω».
Εκείνη την ώρα περνούσε ένας μοναχός τους είδε, και πηγαίνει στον Ηγούμενο και του λέει: «Ηγούμενε, ο άνθρωπος που έφερες, κουβεδιάζει με έναν ληστή και θα μας ληστέψουν». Ο Ηγούμενος του λέει: «Πήγαινε να τον ερωτήσεις με ποιον εκουβέδιαζε».
Πηγαίνει λοιπόν και τον ερωτά: «Σε είδα που εκουβέδιαζες, ποιος ήταν;» «Μη το πεις στον Ηγούμενο, Τον αδελφό που έχετε σταυρωμένο εκεί πάνω. Φέρνω την μερίδα μου και τρώμε μαζί, και μου είπε πως ο πατέρας του είναι βασιλιάς και θα με πάρει να με φιλοξενήσει.
Τα έχασε ο μοναχός. Πηγαίνει στον Ηγούμενο και του λέει: «Αυτός ο άνθρωπος είναι άγιος. Αυτό και αυτό συμβαίνει». Τότε ο Ηγούμενος του λέει: «Φέρε μου τον βοσκό». Έρχεται ο βοσκός, και του λέει ο Ηγούμενος: «Σε παρακαλώ πες στον αδελφό μας να με φιλοξενήσει και μένα».
«Θα του το πω» Πάει λοιπόν στην εκκλησία και λέει στον Χριστό: «Αδελφέ μου. Να πάρουμε και τον Ηγούμενο στην φιλοξενία του πατέρα σου;» Δεν είναι δεκτός ο Ηγούμενος, του λέει ο Χριστός».
Πηγαίνει στον Ηγούμενο και του λέει: «Μου είπε ο αδελφός μας πως δεν είσαι δεκτός». Ο Ηγούμενος όταν το άκουσε αυτό παραλίγο να πεθάνει από την στενοχώρια του και του λέει «Πήγαινε παιδί μου να τον παρακαλέσεις να με πάρει και μένα»
Πηγαίνει ο βοσκός και λέει στον Χριστό «Αδελφέ μου για το χατίρι το δικό μου να τον πάρουμε, αφού μας δίνει και ψωμί και φαγητό να τρώμε». «Για το δικό σου το χατίρι να του πεις να ετοιμαστεί γιατί σε εννέα ημέρες θα τον πάρουμε». Ο βοσκός του το λέει και ο Ηγούμενος ετοιμάσθηκε, εξομολογήθηκε, εκοινώνησε και σε εννέα ημέρες απέθανε. Τον έσωσε η αθωότητα και η καθαρότητα της ψυχής του βοσκού.
Να το προσέξουμε λοιπόν αυτό, γι’ αυτό ο Χριστός λέει: «Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι».

Πηγή: Μαρεντάκης Παναγιώτης, Θεολόγος τ. Γυμνασιάρχης, «Ο Γέροντας Θεοδόσιος, ο ασκητής της Κρήτης», Εκδόσεις-Βιβλιοπολείο «Η αυτογνωσία», Χανιά 2009.

Η φροντίδα του ανθρώπου (Γέροντας Θεοδόσιος Δαμβακεράκης)

frontida
Η φροντίδα του ανθρώπου
«Ο άνθρωπος πρέπει να φροντίζει να κάνει το καλό μέχρι να πεθάνει. Να κάνει το καλό, το καλό, νόμο δεν έχει. Μα θα πεθάνεις αύριο; Κάνε ένα καλό. Κάνε μια προσευχή.Λες ότι θα πεθάνεις αύριο, φύτευσε σήμερα δυο ελιές, κάνε κάτι να μείνει, κάνε το καλό.
Και ο Κύριος εδίδασκε μέχρι που σταυρώθηκε. Και εμείς μέχρι να υπάρχουμε, πρέπει να κάνουμε το καλό.
Σήμερα μπορούσες να κάνεις ένα καλό και δεν το έκανες. Γιατί; Μπορούσες να μη το κάνεις και το έκανες, γιατί το έκανες; Είπες ένα ψέμα, ενώ μπορούσες να μη το πεις.
Εάν λοιπόν γνωρίσεις τον εαυτό σου κατά βάθος, δεν μπορεί ποτέ ο διάβολος να εισχωρήσει ούτε από κάποιο παραθυράκι, αν και αυτός μπαίνει από την πόρτα, γιατί;
Επειδή ο Κύριος έχει ανοιχτές τις αγκάλες Του, ανοιχτές τις Πύλες του Παραδείσου και μας περιμένει, είναι εύκολο να σωθούμε. Έχομε όμως αδυναμίες και στενοχωρούμεθα π.χ αν θα πεθάνει ο πατέρας μας, η μητέρα μας, το παιδί μας. Αυτά θα γίνουν, γιατί πρέπει να γίνουν. Αν δεν πεθάνουμε πως θα σωθούμε; Πως θα πάω στον Παράδεισο;Γι’ αυτό να μη στεναχωρούμεθα, αλλά να φροντίζουμε να κάνουμε το καλό.
Είη το όνομα Κυρίου ευλογημένο»

Πηγή: Μαρεντάκης Παναγιώτης, Θεολόγος τ. Γυμνασιάρχης, «Ο Γέροντας Θεοδόσιος, ο ασκητής της Κρήτης», Εκδόσεις-Βιβλιοπολείο «Η αυτογνωσία», Χανιά 2009.

Η συγχώρεση (Γέροντας Θεοδόσιος Δαμβακεράκης)

forgiveness
«Να συγχωρούμε ο ένας τον άλλον μας, γιατί αυτό ζητά ο Θεός από μας. Όταν συγχωρούμε, ωφελούμε καί τον εαυτόν μας και τον άλλον.
Ήταν δυο κρεοπώλες που δεν επίστευαν. Ο ένας ήταν μεγάλος καί πολύ καλός, ο άλλος όμως για να έχει το μονοπώλιο τον σκοτώνει, τον πιάνουν και τον έβαλαν φυλακή. Μετά από χρόνια βγαίνει και έκανε πάλι τον κρεοπώλη.
Η γυναίκα του σκοτωμένου με τον θάνατο του άνδρα της υπόφερε πολύ γιατί είχε επτά παιδιά. Μια μέρα λοιπόν, πηγαίνει να εξομολογηθεί σ’ ένα ιερέα, στον οποίον είπε την ιστορία. Τότε ο ιερέας της λέει: «Πήγαινε στον φονιά». «Πως να πάω να τον δώ» «Αφού δεν μπορείς να τον δεις, σου βάζω επιτίμιο να πηγαίνεις να παίρνεις κρέας».
Ο φονιάς, όταν την είδε, είπε μέσα του: «Τώρα θα μου επιτεθεί, αφού εσκότωσα τον άνδρα της» γι’ αυτό της λέει «Πόσο κρέας θέλεις»; Της έδωσε το κρέας, πήρε τα χρήματα, χωρίς να του πει τίποτα η γυναίκα.
Αυτό έγινε μία, δυο, τρεις φορές. Την τέταρτη φορά της λέει: «Βρέ γυναίκα, εγώ εσκότωσα τον άνδρα σου, κι όμως έρχεσαι και παίρνεις κρέας, χωρίς να μου πεις ούτε λέξη. Για την καλή σου λοιπόν συμπεριφορά θα γίνω από αύριο κι έπειτα ο τροφός των παιδιών σου».
Βλέπετε παιδιά μου, ότι η γυναίκα αυτή είχε τον Χριστόν μέσα της κι επήγαινε και ψώνιζε χωρίς να λέει τίποτα. Η αγάπη της αυτή έγινε αιτία να σωθεί ο δολοφόνος.
Σήμερα μόλις κάποιος μας κάνει κακό, αμέσως εμείς θέλουμε να τον εκδικηθούμε. Δεν πρέπει στην πρόσκαιρη αυτή ζωή μας να ζητούμε το κακό του άλλου, αλλά να τον συγχωρούμε, γιατί κανείς μας δεν είναι τέλειος, ακόμη και οι άγιοι αμάρταναν. Εκείνο που μας σώζει είναι η αγάπη».


Πηγή: Μαρεντάκης Παναγιώτης, Θεολόγος τ. Γυμνασιάρχης, «Ο Γέροντας Θεοδόσιος, ο ασκητής της Κρήτης», Εκδόσεις-Βιβλιοπολείο «Η αυτογνωσία», Χανιά 2009.

http://www.diakonima.gr


Μ.ΜΑΝΕΤΑ
(marilena.mane@gmail.com)