19 Μαρτίου 2016

«Αναμνήσεις ενός Πρόσφυγα» [ Κατοχή ]

Αγαπητοί  φίλοι του Katochinews,

Πριν 33 χρόνια, το Γενάρη του 1983, το περιοδικό «Οινιάδες» που εξέδιδε το 3ο Σύστημα Προσκόπων Κατοχής είχε δημοσιεύσει το ιστορικό διήγημα του χωριανού μας δασκάλου Γιώργου Ρόμπολα με τίτλο «Αναμνήσεις ενός Πρόσφυγα» και κεντρικό πρόσωπο τον μπάρμπα –Κώστα τον πρόσφυγα (Κώστα Χαριτονίδη).
Σήμερα, που όλοι ζούμε το μεγάλο δράμα των ξένων προσφύγων, θεωρήσαμε σκόπιμο να το ξαναδημοσιεύσουμε στη μνήμη του μπάρμπα-Κώστα, του αγαθού και ανεξίκακου αυτού ανθρώπου, που όλοι οι παλιότεροι Κατοχιανοί αγάπησαν και καλοδέχτηκαν στον τόπο τους.




«Αναμνήσεις ενός Πρόσφυγα»
Του Γιώργου Ρόμπολα
Το χρόνο που πέρασε, πολλά γράφτηκαν και ειπώθηκαν για τις «χαμένες πατρίδες». 60 χρόνια κύλησαν από τότε που η λαίλαπα της Μικρασιατικής καταστροφής έρριξε βίαια τον ελληνισμό της Μ. Ασίας στη μάνα Ελλάδα. Το πέρασμα του χρόνου σκέπασε πληγές, γιάτρεψε πόνους και καημούς. Όμως, δεν κατόρθωσε να ξεριζώσει την αγάπη και τον νόστο από τις καρδιές χιλιάδων προσφύγων.
-         Πονάς για κείνα τα μέρη;
-         Τι λες μωρέ, κι αν πονάω! Μέρα νύχτα δεν βγαίνουν από το    νου μου!
-         Ήθελες να πας; (Κουνά το κεφάλι σκεφτικός) – Και να πάω και να μην πάω, τι να κάμω; Τώρα όλα άλλαξαν!
Ποιος όμως είναι αυτός που τόσο λαχταρά την επιστροφή του στη «χαμένη πατρίδα»;
Δεν είναι άγνωστος ούτε ξένος. Ζει ανάμεσά μας. Μια ολόκληρη ζωή πέρασε εδώ που τον έδεσε με δεσμούς συγγενικούς και φιλικούς με το χωριό μας. Μπάρμπα Κώστα πρόσφυγα τον λένε. 76 χρόνια βασανισμένης ζωής τού άσπρισαν τα μαλλιά, του ‘σκαψαν την όψη, όμως δεν λύγισαν. Ζει και θυμάται! Θυμάται πρόσφατα γεγονότα της ζωής του, περιστατικά κι ανθρώπους που πέρασαν. Μα πιο πολύ θυμάται τα παιδικά του χρόνια, που βάζουν την ανεξίτηλη σφραγίδα στη ζωή του καθενός.
Ας τον παρακολουθήσουμε κι εμείς στις αναμνήσεις του……..
Κάποιο πρωινό του 1907 ένα ανυποψίαστο μωρό συμπληρώνει τον αριθμό μιας πολυμελούς οικογένειας – 9 άτομα – 5 αγόρια και 2 κορίτσια. Δημήτριος, Θεόδωρος, Φώτιος, Κωνσταντίνος, Αβραάμ, Ελισάβετ και Γεσθημανή Χαριτονίδη. Ευτυχισμένο μπουκέτο παιδιών που το προστάτευε η τρυφερή αγκαλιά της μάνας και ο ίσκιος του πατέρα.
Πλούσιο κεφαλοχώρι το Τενεζλί. Περιβόλια ολόδρουσα, αμπέλια, καστανιές το έζωναν. Εύφορο μέρος. Οι χωριανοί – Έλληνες και Τούρκοι – ζούσαν καλά. Δίπλα από το μιναρέ του τούρκικου τζαμιού, υψωνόταν το καμπαναριό της εκκλησίας. Στο ελληνικό σχολείο τα ελληνόπουλα, στο τούρκικο τα τουρκάκια. Μα το απόγευμα όλα μαζί ξεσήκωναν τις γειτονιές από τα παιχνίδια, τις φωνές και τα μαλώματα. Θυμάται! Τον Μουσταφά, τον Χασάν, τον Μπεκίρ, τον Αλή, τον Ισμαήλ! Άραγε τι απόγιναν οι παιδικοί φίλοι;
Ως την Τετάρτη του δημοτικού πήγε….
Και ξαφνικά, μια βραδυά του 1918, που τα ανύποπτα παιδικά μάτια έκλεισαν βιαστικά από τον κόπο του παιχνιδιού, ήρθε η καταστροφή.
Αγουροξυπνημένα, κάτω από την τρομαγμένη ματιά των γονιών που κοίταζαν να τα προφυλάξουν, βρέθηκαν σ΄ένα κάμπο. Κρύωναν, ήθελαν να κοιμηθούν. Ποιος τα ρωτούσε;  Ο,τι  πρόφτασαν οι μεγάλοι να πάρουν στο βιαστικό τους φευγιό ήταν αδύνατον να τους εξυπηρετήσει. Χρήματα είχαν κρυμμένα σε καρβέλια ψωμί και σε γουργούρες. Όμως οι Τούρκοι τ΄ άνοιγαν ή τις έσπαζαν και τα ΄παιρναν. – «Εδώ τα φτιάξατε, δικά μας είναι». Σαν να μην ήταν φτιαγμένα από το δικό τους τίμιο ιδρώτα!
Μετά την πρώτη άγρια νύχτα μαρτύριο. Πορεία ατέλειωτη, κουραστική. Ελδίρ! Μικρή ανάπαυλα δίπλα στα γαλανά νερά μιας λίμνης. Νέος ξεσηκωμός. Με μαούνες απέναντι, στο Κάραγατς. Τη βασανισμένη ανθρώπινη αλυσίδα, που την έφτιαναν όλοι οι χωριανοί, την σπάζουν «οι Τσέτες» (Τούρκοι άτακτοι στρατιώτες). Μεγάλο κακό, χαλασμός. Χάθηκε ο πατέρας! Κι απόμειναν εφτά μικρά πουλιά στην αγκαλιά της απαρηγόρητης μάνας. Λαχτάρα  μεγάλη τι θ΄ απογίνουν ! Πάλι πορεία. Δεν φτάνουν όλα τούτα τα κακά, τούς πλάκωσε κι ο χιονιάς που κάνει τη πορεία τους μαρτυρική. Κουκούλωμα με κουβέρτες για να μην ξεπαγιάσουν. Κάποτε έφτασαν στο Έρεγλιν. Καταλύματα για ξεκούραση οι εκκλησιές. Ο ένας πάνω στον άλλον. Προσπαθούν με τα χνώτα τους να δώσουν κάποια ζεστασιά. Ύπνος δεν τους κολλάει. Και την άλλη μέρα πάλι πορεία.
Δεν άντεξε η καρδιά της μάνας το μαρτύριο. Μπροστά στα μεγαλωμένα από τον τρόμο μάτια τους, σωριάστηκε νεκρή. Έμειναν μόνα τους. Κι εκεί, η θύελλα τα ξεχώρισε, τα ΄διωξε απ΄τη ζεστή φωλιά τους, χωρίς φτερούγες και δύναμη.
Σαν ακρίδες έπεφταν πάνω στους πρόσφυγες οι Τσέτες κι άρπαζαν όχι μόνο πράγματα μα κι ανθρώπους. Τους άνδρες από 18 έως 40 χρονών τους έπαιρναν για σκλάβους. Ένα – ένα από τ΄ αδέρφια του χανόταν. Ένας στο Ζετζίρ, οι άλλοι παρακάτω….. Κι απόμεινε μόνος του με μια αδερφή του ως την Καισάρεια. Κι εκεί ήρθε ένα Τούρκος αξιωματικός και την πήρε κι αυτή για υπηρέτρια.
Εδώ σταματάει να θυμάται! Κάποιο δάκρυ κυλάει αργά στο οργωμένο από τον πόνο πρόσωπο και αναρωτιέται: «Άραγε ζει;….Πάει κι αυτή την έχασα….»
Κατατρεγμένα τα ελληνόπουλα στην Καισάρεια, βρήκαν απάγγειο σ΄ ένα ορφανοτροφείο που είχαν οι Αμερικανοί για παιδιά, από τότε που έγινε η μεγάλη σφαγή των Αρμενίων. Χιλιάδες παιδιά έρημα. Μέσα στο πλήθος συναντήθηκε μια μέρα με τον αδερφό του, τον Αβραάμ. Χαρές μα και κλάματα συντρόφευαν το αγκάλιασμά τους.
Έμειναν στην Καισάρεια ως το 1922. Τότε οι Αμερικανοί με τις οικογένειές τους έφυγαν. Μερικοί ανακατεύτηκαν κρυφά μ’  αυτούς κι έφτασαν στην Αμερική. Σε 5-6 ημέρες ήρθε διαταγή να φύγουν. Ξανά πορεία. Ταρσό – Αράπ – Μερσίντα. Χάνει ξανά τον αδερφό του και απομένει πάλι κατάμονος. Η Μερσίντα είναι λιμάνι. Εκεί στοιβάζονταν οι πρόσφυγες για να βρουν μέσο να φύγουν. Κάποια μέρα ήρθαν τρία πλοία – ένα πολεμικό και δυο επιβατηγά. Φόρτωσαν κόσμο και ξεκίνησαν για τον Πειραιά. Σ΄ ένα απ΄ αυτά βρέθηκε κι ο μπάρμπα- Κώστας.
Ταξίδι δραματικό. Η φουρτούνα και οι ταλαιπωρίες έγιναν αιτίες που πολλοί πέθαιναν. Τους πέταγαν στη θάλασσα. Μέρες ολόκληρες κράτησε. Κάποτε άραξαν στον Πειραιά. Νόμισαν πως επί τέλους τέλειωσαν τα βάσανά τους. Μένουν μέσα στο καράβι δύο μέρες και μετά πλώρη για Ζάκυνθο.
Η πρώτη νύχτα περνά σε μια παγωμένη αποθήκη. Έπειτα έρχεται η απογραφή, και τ’  άλλα. Μετά από λίγες μέρες άρχισαν οι Ζακυνθινοί να έρχονται και να ζητούν εργάτες για δουλειά. Μέρα με τη μέρα άδειαζε η αποθήκη.
Ο μπάρμπα- Κώστας ο πρόσφυγας, πήγε στον Ιάκωβο Σπαθάρο από τα Πηγαδάκια. Δούλευε, ίδρωνε, προσπαθούσε να φτιάξει μια καινούργια ζωή. Όμως συχνά - πυκνά τον τάραζαν οι αναμνήσεις. Οι Τσέτες, οι σκοτωμένοι άνδρες, οι σφαγμένες γυναίκες, η χαμένη ευτυχία του πατρικού του σπιτιού. Μόνος κι έρημος, προσπαθώντας κάτι να κάνει, ακούει εκείνο τον καιρό ότι στη Ρούμελη έχει ψωμί. (Τότε πολλοί Ζακυνθινοί έφταναν με τα καΐκια κάθε καλοκαίρι στην Κατοχή για το θέρο). Ένα απ΄ αυτά τον έφερε εδώ και ρίζωσε από τότε κι έγινε ένας από ΄μας ο μπάρμπα-Κώστας. Έγινε Κατοχιανός. Σύντροφος της ζωής του η Κατερίνα Δρακονταειδή.
Μέσα όμως στην ψυχή του ξεσηκωνόταν συχνά θύελλα τα ερωτηματικά: «Άραγε να ζει κάποιος από τους δικούς μου;» Και τα ερωτηματικά αυτά έγιναν μια αναζήτηση στον Ερυθρό Σταυρό και τίποτε άλλο.
Τη μοναξιά του, την ερημιά του άρχισε να τη γλυκαίνει μ΄ ένα   βιολί κι ένα μπουζούκι πούφτιαξαν  τα χέρια του. Μ΄ αυτά ξεσπούσε τον πόνο της ψυχής του. Μ΄ αυτά έδιωχνε τη λύπη και την απογοήτευση. Και σιγά – σιγά ο χρόνος μαλάκωσε τον πόνο, κατάπαυσε την τρικυμισμένη ψυχή του. Κι ύστερα από 60 χρόνια θυμάται και μόνο ένα δάκρυ κυλά από τα μάτια του σαν σφραγίδα των όσων διηγιέται.

Κατοχή, Γενάρης 1983

(Οι «αναμνήσεις ενός πρόσφυγα» περιέχονται στο βιβλίο «ΟΙΝΙΑΔΕΣ - ΚΑΤΟΧΗ» εκδ. Κοινότητας Κατοχής, σελ. 568-570).