- Μαμα, γιατι ειναι κουτσος ο μπαρπα – Γιαννης;
- Γιατι παιδι μου, η μανα που τον θηλαζε, το γαλα της... και μετα... κι αργοτερα...
Ηταν πολυ μικρος και δεν γνωριζε ακομα ολες τις λεξεις που ελεγε
η μαμα του για τον μπαρπα Γιαννη.
Τρια σπιτια πιο περα ζουσε η φαμιλια του. Η γυναικα του ηταν απ τα χωρια της Μακρυνειας. Οι φτωχοι παντρευονται στις ταξεις τους. Δεν μπορουν να ελπιζουν παραπερα. Κουτσος, στραβος, η κουλοχερης, ενα ειχες να κανεις στο υπολοιπο της ζωης σου. Να βγαλεις την φαμιλια σου << περα >>.
Να ηταν πια στα 40 του...; Καπου εκει.Κι ακομα να σκασει χαμογελο. Ουτε στην ζωη, ουτε και στον εαυτο του.
Ειχε κανει 3 παιδια. Σπιτακι πανω στο παλιο χωριο, με μικρη αυλη που σε 10 τετραγωνικα, αναμεσα σε μεγαλες και στειρες γαλαζοπετρες, ειχε τις ντοματουλες του, τα ραπανακια του, μαρουλακια, φρεσκα κρεμμυδακια, πιπεριες... Που να βγαλει << περα >> τοσους νοματαιους. Με ενα ποδι παραμορφωμενο. Με οραση μειωμενη πολυ. Μικροσωμος. Παμφτωχος κι αδικημενος απο φυση και κοινωνια. Βοηθεια απο πουθενα. Ειχε αδερφια, μαλλον απ αλλη μανα, αλλα ολοι τους φτωχοι. Νοικιασε μια τρυπα στην πανω πλατεια, στην γωνια εβαλε ενα γατζελο – μικρος παγκος τζαγκαρη – και καρφωνε και κολλαγε σολες στα παπουτσια. Στο υπολοιπο << μαγαζι >> εστρωσε τελαρα με φρουτα και λαχανικα. Γκαπ, γκαπ, γκαπ. Βαραγε μ εκεινο το κατσουλωτο σφυρι των τσαγκαρηδων. Τα γυαλια μισοκατεβασμενα στην μυτη για να << κοβει >> κινηση στην πλατεια κι οταν ξεχνιωταν με τα απιθανα που εβλεπε, ξεφευγε και καμμια σφυρια στο χερι. Γι αυτο και το ενα του χερι, αυτο που δεν κρατουσε το σφυρι, ειχε συνεχως πρησμενα δακτυλα. Η πανω πλατεια! Πιατσα - θεατρο των συμφορων, της χαρας και της απελπισιας. Καλα τα πηγαινε το μαγαζι. Η φτωχια του δεινε πολλα παπουτσια να μπαλωσει και τα γυρω καφενεια κρατουσαν καποια ατμοσφαιρα, ας πουμε ευ ζειν, που κατεληγε στο να δικαιολογουνται τα τελαρα με τα οπωρολαχανικα. Εβαλε λιγα απ την τσεπη του, εβαλε τα υπολοιπα γραμματια κι αγορασε ενα μηχανακι τρικυκλο. Με τιμονι ισιο. Ετσι κι εκανες αποτομη κινηση, ησουν τουλαχιστον για φορειο. Αγορασε και ποδηλατο με βοηθητικες ροδες, στον γιο του τον Ξενοφωντα. Τα στολισε και τα δυο – ποδηλατο και μηχανακι – με φουντες πλαστικες και πολυχρωμες στα τιμονια, σαν εκεινες που δεναμε στις ακρες των χαρταετων, ετσι για να ανεμιζουν οταν σχιζουν τον αερα. Να του θυμιζουν την κινηση, τον χορο και την ταχυτητα που ο ιδιος δεν θα μπορεσει ποτε να εναρμονισθει μαζι τους. Πηγαινε τωρα μονος του για προμηθειες. Το φορτωνε τιγκα. Στο τσακ παταγε στο οδοστρωμα ο μπροστινος τροχος. Ετοιμο για σουζα ανα πασα στιγμη. Ειχε και αριστερο οικογενειακο και γι αυτο, μαζι με την σακατια του, μερικοι δεν τον χωνευαν. Τα πιτσιρικια τον αγπουσαν ομως πολυ. Γιατι κι ο ιδιος ηταν φρονημος και ειληκρινεις μαζι τους. Μα τα ειχε και πελατες. Στα δυο τρεια πανηγυρια που ειχε το χωριο, ο μπαρπα Γιαννης επαιρνε εναν παγκο, επαιρνε και ζαχαρη και ξυλακια που πελεκαε με τον σουγια απο μερες πριν, εστηνε ενα καμινετο και εφτιαχνε κατι γλυφιτζουρια...! Μα κατι γλυφιτζουρια...! Σε σχημα πετεινου. Πορφυρα και διαφανει. Μαζευε δραχμουλες, συμπληρωνε κι απ τα παπουτσια και γεμιζε το μαγαζι. Ετρεφε την φαμελια κι εκανε ονειρα εφημερα. Για να γεμισει τον ντορβα, κατα καιρους, επαιρνε ενα καλαμι με πετονια στην ακρη και με τις γλεινες στο απο τελειωνενο βερνικι παπουτσιων τσιγκινο κουτακι, κατεβαινε στην ακροποταμια να ψαρεψει κυπρινους. Και λαβρακια, που τον χειμωνα ανεβαιναν απ την θαλασσα μεχρι και την γεφυρα. Εκεινη την μερα μαλλον ειχε τσιμπισει μεγαλο κομματι. Αφου του πηρε το καλαμι απ τα χερια κι επεσε στο ποταμι μαζι με το καλαμι, το λαβρακι, τσιμπιμενο, πηρε τον δρομο για την θαλασσα σερνοντας το καλαμι στην επιφανεια του Αχελωου. Κι ο μπαρπα Γιαννης να <<τρεχει>> κατα μηκος της οχθης, καλωντας βοηθεια να πιασουμε το καλαμι. Ουδειςν ενηληξ συνεκινηθει. Τον ειχαν αφησει στην μοιρα του. Μονο τα πιτσιρικια εντυπωσιαζονταν. Πως αυτος ο πατερας του Ξενοφωντα ετρεχε! Πως αγωνιουσε. Πως αλλοι πατεραδες εφερνα στο χωριο ολοκληρα τελαρα λιγδοπουλες και κεφαλοπουλα. Και λαβρακια και σουπιες και γοβιους και σιναγριδες. Κι αυτος κηνηγουσε – κουτσος κι αδυνατος – με καποια παιδοπουλια ενα...καλαμι στο ποταμι. Αυτα εβλεπαν τα πιτσιρικια. Κι αν τα ρωτουσες να σου περιγραψουν το γεγονος ηρκεσαντο σε αστειες μαλλον αναφορες. Τελειωνε ο χειμωνας. Κι αρχιζαν τα σεσκουλα και τα αντιδια. Οι πρωτες μελιτζανες. Βαρυ το φορτειο. Το Ζουνταπ το τρικυκλο σταματησε εκει δα στο υψος του Ξυστρα. Η ανηφορα ηταν αυστηρη κι αν δεν προετοιμαζες την καταλληλη ταχυτητα απο πριν, ισως να μην την εβγαζες. Το ξερε αυτο ο μπαρπα Γιαννης. Και εβαλε την δευτερα. Γκαζαρει οσο επαιρνε και γρατζωνεται στην ανηφορα. Απο πισω ετρεχαν δυο τρεια πιτσιρικια με μακρια μαυρα σωβρακα κανοντας τους βοηθους. Κανονικα θα επρεπε να βαλει οχι την δευτερα, αλλα την μιαμιση. Αλλα μιαμιση δεν ειχε το Ζουνταπ. Αυτη η μικρη λεπτομερια ηταν και η μοιραια. Ο << Νταβελλης >> λιαζοταν στης Γουλας μπροστα, εχοντας μια πιπα αγορασμενη απ το περιπτερο της Σοφιας στα χερια του, με μουστακι ψιλο και στρωμμενο. Με ριγμενο στους ωμους ενα τρεντς- σκωτ, μπριολ στο μαλλι, κανει χαζι βλεποντας τον μπαρπα Γιαννη, με γκριματσωμενο απ την αγωνια προσωπο και με την δευτερα ετοιμη να παραδωσει την τελευταια της πνοη, να δωσει την τελευταια της στροφη στον στροφαλο, δηλαδη, 2 μετρα πριν το τελος της ανηφορας και στα 5 μετρα απ τον - στην τριχα- Νταβελλη. Ξεψυχησε η δευτερα. Και πως με τετοιο ποδαρι να κουμανταρει φρενο και λεβιε ταχυτητων; Ο Νταβελλης ειχε αναψει το τσιγαρο και ηταν στην πρωτη ρουφυξια. - Φυβγατει ουρεεε! Κραζει στα παιδοπουλια ο μπαρπα Γιαννης. Βαρια πολυ τ αντιδια και τα σεσκουλα. Μπροστινο φρενο, ειπαμε. Ο τροχος παντα στον αερα. Κι αρχιζει η κατηφορα. Ενα φρενο μπορουσε να πατησει κι αυτο ηταν μονο το πισινο. Αλλα με τετοιο φορτιο θα τον εφερνε τουμπα. - Χαχαχα! Γελασε ο Νταβελλης. Γιαννενααα! Φωναξε στην αμοιρη γυναικα του που περιμενε τον κουβαλητη της στην πορτα του μαγαζιου με σταυρωμενα οπως παντα τα χερια στο στηθος. - Παει ... του νει πηρι πισου ου κατηφουρους... κι εκανε νευμα στους θαμωνες του καφενειου να βγουν και να γελασουν μαζι του. Ποτε δεν του περασε απ το μυαλο να πεταξει την πιπα και το τσιγαρο και να τρεξει τα 5 μετρα και να τον γραπωσει μαζι με τα παιδοπουλια. Ενα μετρο ελειπε στο Ζουνταπ. Δυο δρασκελιες... Προτιμησε το χαζι... Και παει και σκαει το Ζουνταπ πανω στην κολωνα της ΔΕΗ, στου Μπουντρουμη του ψαρα το σπιτι μπροστα, με τον μπαρπα Γιαννη να σκουζει για το ποδι του την πραματια του το μηχανακι του την πουτανα την ζωη και την αδιαφορια. Με σπασμενα γυαλια, με τοματοζουμο στα ρουχα και στο προσωπο να βριζει απο μεσα του την σακατικη ζωη του κι απ εξω του την τραγωδια του. Τον πονο του . Την ειρωνεια... - Περασε ο καιρος. Εγειανε. Γκαπ και ξαναγκαπ. Τα παιδια μεγαλωσαν κι αυτος γερασε. Παραγγειλε να του φτιαξει ο σιδηρας ενα κουβουκλειο με μια πορτα κι ενα παραθυρι. Να χωραει ενα γατζελο κι εναν πελατη. Το στησε κοντα στο 1ο δημοτικο. Μεσα, ψηνοσουν ακομα και με ηλιο μαρτιου. - Τα παιδια, η μια κορη παντρευτηκε και τα αλλα δυο εφυγαν Αθηνα και πηραν τους γερους τους εκει μερχι που πεθαναν. Ξεριζωθηκαν κι αυτοι. - Τωρα, πως γινεται και δεν μπορεσαν να ζησουν και να εξελιχθουν στον τοπο που γενηθηκαν; Σε μια κοιλαδα 500,000 στρεμματων; - Συμβαινει σε μερικους. Παραπλευρες απωλειες...Συμβαινει στην Ελλαδα. Τοσα χρονια! Σχεδον απο παντα. Μεριμνα για τους αδυνατους τιποτα. Πολιτεια σου λεει μετα! Τοτε στα νιατα του μπαρπα Γιαννη, το να παραπονιωσουν για την σκληρη ζωη σου μεταφραζονταν ως μπολτσεβικος. Κι απ το πολυ παραπονο στου κωφου την πορτα, το πιστεψε κι ο ιδιος οτι ηταν κομουνιστης. Καμαρωνε τον γιο του και περιμενε απ αυτον να μαθει τα κολπα του Ευκλειδη. Μπας και καποια μερα γινει καθηγητης. Τωρα που τον ηξερε τον Ευκλειδη ο μπαρπα Γιαννης...;
ΣΤΑΘΗΣ ΚΟΣΜΑΚΗΣ 21/12/2014
Ειχε κανει 3 παιδια. Σπιτακι πανω στο παλιο χωριο, με μικρη αυλη που σε 10 τετραγωνικα, αναμεσα σε μεγαλες και στειρες γαλαζοπετρες, ειχε τις ντοματουλες του, τα ραπανακια του, μαρουλακια, φρεσκα κρεμμυδακια, πιπεριες... Που να βγαλει << περα >> τοσους νοματαιους. Με ενα ποδι παραμορφωμενο. Με οραση μειωμενη πολυ. Μικροσωμος. Παμφτωχος κι αδικημενος απο φυση και κοινωνια. Βοηθεια απο πουθενα. Ειχε αδερφια, μαλλον απ αλλη μανα, αλλα ολοι τους φτωχοι. Νοικιασε μια τρυπα στην πανω πλατεια, στην γωνια εβαλε ενα γατζελο – μικρος παγκος τζαγκαρη – και καρφωνε και κολλαγε σολες στα παπουτσια. Στο υπολοιπο << μαγαζι >> εστρωσε τελαρα με φρουτα και λαχανικα. Γκαπ, γκαπ, γκαπ. Βαραγε μ εκεινο το κατσουλωτο σφυρι των τσαγκαρηδων. Τα γυαλια μισοκατεβασμενα στην μυτη για να << κοβει >> κινηση στην πλατεια κι οταν ξεχνιωταν με τα απιθανα που εβλεπε, ξεφευγε και καμμια σφυρια στο χερι. Γι αυτο και το ενα του χερι, αυτο που δεν κρατουσε το σφυρι, ειχε συνεχως πρησμενα δακτυλα. Η πανω πλατεια! Πιατσα - θεατρο των συμφορων, της χαρας και της απελπισιας. Καλα τα πηγαινε το μαγαζι. Η φτωχια του δεινε πολλα παπουτσια να μπαλωσει και τα γυρω καφενεια κρατουσαν καποια ατμοσφαιρα, ας πουμε ευ ζειν, που κατεληγε στο να δικαιολογουνται τα τελαρα με τα οπωρολαχανικα. Εβαλε λιγα απ την τσεπη του, εβαλε τα υπολοιπα γραμματια κι αγορασε ενα μηχανακι τρικυκλο. Με τιμονι ισιο. Ετσι κι εκανες αποτομη κινηση, ησουν τουλαχιστον για φορειο. Αγορασε και ποδηλατο με βοηθητικες ροδες, στον γιο του τον Ξενοφωντα. Τα στολισε και τα δυο – ποδηλατο και μηχανακι – με φουντες πλαστικες και πολυχρωμες στα τιμονια, σαν εκεινες που δεναμε στις ακρες των χαρταετων, ετσι για να ανεμιζουν οταν σχιζουν τον αερα. Να του θυμιζουν την κινηση, τον χορο και την ταχυτητα που ο ιδιος δεν θα μπορεσει ποτε να εναρμονισθει μαζι τους. Πηγαινε τωρα μονος του για προμηθειες. Το φορτωνε τιγκα. Στο τσακ παταγε στο οδοστρωμα ο μπροστινος τροχος. Ετοιμο για σουζα ανα πασα στιγμη. Ειχε και αριστερο οικογενειακο και γι αυτο, μαζι με την σακατια του, μερικοι δεν τον χωνευαν. Τα πιτσιρικια τον αγπουσαν ομως πολυ. Γιατι κι ο ιδιος ηταν φρονημος και ειληκρινεις μαζι τους. Μα τα ειχε και πελατες. Στα δυο τρεια πανηγυρια που ειχε το χωριο, ο μπαρπα Γιαννης επαιρνε εναν παγκο, επαιρνε και ζαχαρη και ξυλακια που πελεκαε με τον σουγια απο μερες πριν, εστηνε ενα καμινετο και εφτιαχνε κατι γλυφιτζουρια...! Μα κατι γλυφιτζουρια...! Σε σχημα πετεινου. Πορφυρα και διαφανει. Μαζευε δραχμουλες, συμπληρωνε κι απ τα παπουτσια και γεμιζε το μαγαζι. Ετρεφε την φαμελια κι εκανε ονειρα εφημερα. Για να γεμισει τον ντορβα, κατα καιρους, επαιρνε ενα καλαμι με πετονια στην ακρη και με τις γλεινες στο απο τελειωνενο βερνικι παπουτσιων τσιγκινο κουτακι, κατεβαινε στην ακροποταμια να ψαρεψει κυπρινους. Και λαβρακια, που τον χειμωνα ανεβαιναν απ την θαλασσα μεχρι και την γεφυρα. Εκεινη την μερα μαλλον ειχε τσιμπισει μεγαλο κομματι. Αφου του πηρε το καλαμι απ τα χερια κι επεσε στο ποταμι μαζι με το καλαμι, το λαβρακι, τσιμπιμενο, πηρε τον δρομο για την θαλασσα σερνοντας το καλαμι στην επιφανεια του Αχελωου. Κι ο μπαρπα Γιαννης να <<τρεχει>> κατα μηκος της οχθης, καλωντας βοηθεια να πιασουμε το καλαμι. Ουδειςν ενηληξ συνεκινηθει. Τον ειχαν αφησει στην μοιρα του. Μονο τα πιτσιρικια εντυπωσιαζονταν. Πως αυτος ο πατερας του Ξενοφωντα ετρεχε! Πως αγωνιουσε. Πως αλλοι πατεραδες εφερνα στο χωριο ολοκληρα τελαρα λιγδοπουλες και κεφαλοπουλα. Και λαβρακια και σουπιες και γοβιους και σιναγριδες. Κι αυτος κηνηγουσε – κουτσος κι αδυνατος – με καποια παιδοπουλια ενα...καλαμι στο ποταμι. Αυτα εβλεπαν τα πιτσιρικια. Κι αν τα ρωτουσες να σου περιγραψουν το γεγονος ηρκεσαντο σε αστειες μαλλον αναφορες. Τελειωνε ο χειμωνας. Κι αρχιζαν τα σεσκουλα και τα αντιδια. Οι πρωτες μελιτζανες. Βαρυ το φορτειο. Το Ζουνταπ το τρικυκλο σταματησε εκει δα στο υψος του Ξυστρα. Η ανηφορα ηταν αυστηρη κι αν δεν προετοιμαζες την καταλληλη ταχυτητα απο πριν, ισως να μην την εβγαζες. Το ξερε αυτο ο μπαρπα Γιαννης. Και εβαλε την δευτερα. Γκαζαρει οσο επαιρνε και γρατζωνεται στην ανηφορα. Απο πισω ετρεχαν δυο τρεια πιτσιρικια με μακρια μαυρα σωβρακα κανοντας τους βοηθους. Κανονικα θα επρεπε να βαλει οχι την δευτερα, αλλα την μιαμιση. Αλλα μιαμιση δεν ειχε το Ζουνταπ. Αυτη η μικρη λεπτομερια ηταν και η μοιραια. Ο << Νταβελλης >> λιαζοταν στης Γουλας μπροστα, εχοντας μια πιπα αγορασμενη απ το περιπτερο της Σοφιας στα χερια του, με μουστακι ψιλο και στρωμμενο. Με ριγμενο στους ωμους ενα τρεντς- σκωτ, μπριολ στο μαλλι, κανει χαζι βλεποντας τον μπαρπα Γιαννη, με γκριματσωμενο απ την αγωνια προσωπο και με την δευτερα ετοιμη να παραδωσει την τελευταια της πνοη, να δωσει την τελευταια της στροφη στον στροφαλο, δηλαδη, 2 μετρα πριν το τελος της ανηφορας και στα 5 μετρα απ τον - στην τριχα- Νταβελλη. Ξεψυχησε η δευτερα. Και πως με τετοιο ποδαρι να κουμανταρει φρενο και λεβιε ταχυτητων; Ο Νταβελλης ειχε αναψει το τσιγαρο και ηταν στην πρωτη ρουφυξια. - Φυβγατει ουρεεε! Κραζει στα παιδοπουλια ο μπαρπα Γιαννης. Βαρια πολυ τ αντιδια και τα σεσκουλα. Μπροστινο φρενο, ειπαμε. Ο τροχος παντα στον αερα. Κι αρχιζει η κατηφορα. Ενα φρενο μπορουσε να πατησει κι αυτο ηταν μονο το πισινο. Αλλα με τετοιο φορτιο θα τον εφερνε τουμπα. - Χαχαχα! Γελασε ο Νταβελλης. Γιαννενααα! Φωναξε στην αμοιρη γυναικα του που περιμενε τον κουβαλητη της στην πορτα του μαγαζιου με σταυρωμενα οπως παντα τα χερια στο στηθος. - Παει ... του νει πηρι πισου ου κατηφουρους... κι εκανε νευμα στους θαμωνες του καφενειου να βγουν και να γελασουν μαζι του. Ποτε δεν του περασε απ το μυαλο να πεταξει την πιπα και το τσιγαρο και να τρεξει τα 5 μετρα και να τον γραπωσει μαζι με τα παιδοπουλια. Ενα μετρο ελειπε στο Ζουνταπ. Δυο δρασκελιες... Προτιμησε το χαζι... Και παει και σκαει το Ζουνταπ πανω στην κολωνα της ΔΕΗ, στου Μπουντρουμη του ψαρα το σπιτι μπροστα, με τον μπαρπα Γιαννη να σκουζει για το ποδι του την πραματια του το μηχανακι του την πουτανα την ζωη και την αδιαφορια. Με σπασμενα γυαλια, με τοματοζουμο στα ρουχα και στο προσωπο να βριζει απο μεσα του την σακατικη ζωη του κι απ εξω του την τραγωδια του. Τον πονο του . Την ειρωνεια... - Περασε ο καιρος. Εγειανε. Γκαπ και ξαναγκαπ. Τα παιδια μεγαλωσαν κι αυτος γερασε. Παραγγειλε να του φτιαξει ο σιδηρας ενα κουβουκλειο με μια πορτα κι ενα παραθυρι. Να χωραει ενα γατζελο κι εναν πελατη. Το στησε κοντα στο 1ο δημοτικο. Μεσα, ψηνοσουν ακομα και με ηλιο μαρτιου. - Τα παιδια, η μια κορη παντρευτηκε και τα αλλα δυο εφυγαν Αθηνα και πηραν τους γερους τους εκει μερχι που πεθαναν. Ξεριζωθηκαν κι αυτοι. - Τωρα, πως γινεται και δεν μπορεσαν να ζησουν και να εξελιχθουν στον τοπο που γενηθηκαν; Σε μια κοιλαδα 500,000 στρεμματων; - Συμβαινει σε μερικους. Παραπλευρες απωλειες...Συμβαινει στην Ελλαδα. Τοσα χρονια! Σχεδον απο παντα. Μεριμνα για τους αδυνατους τιποτα. Πολιτεια σου λεει μετα! Τοτε στα νιατα του μπαρπα Γιαννη, το να παραπονιωσουν για την σκληρη ζωη σου μεταφραζονταν ως μπολτσεβικος. Κι απ το πολυ παραπονο στου κωφου την πορτα, το πιστεψε κι ο ιδιος οτι ηταν κομουνιστης. Καμαρωνε τον γιο του και περιμενε απ αυτον να μαθει τα κολπα του Ευκλειδη. Μπας και καποια μερα γινει καθηγητης. Τωρα που τον ηξερε τον Ευκλειδη ο μπαρπα Γιαννης...;
ΣΤΑΘΗΣ ΚΟΣΜΑΚΗΣ 21/12/2014