Υποχρέωση υπηρεσιών για έγγραφη απάντηση σε έγγραφο αίτημα πολίτη:
Η υποβολή αιτήματος σε μια δημόσια υπηρεσία, ενεργοποιεί, με βάση το δίκαιο της χώρας μας, το δικαίωμα στον αιτούμενο να τύχει έγγραφης απάντησης εντός μάλιστα ορισμένης χρονικής προθεσμίας.
Πράγματι, το δικαίωμα να τύχουμε απάντησης στα αιτήματα που υποβάλουμε προς τη διοίκηση και έγκαιρης διεκπεραίωσης των υποθέσεών μας, αποτελεί ένα από τα θεμελιώδη δικαιώματά μας ως πολίτες, το οποίο μάλιστα έχει κατοχυρωθεί στο Σύνταγμα της χώρας μας.
Συγκεκριμένα το άρθρο 10, παρ. 3, του Συντάγματος αναφέρει ότι η αρμόδια υπηρεσία ή αρχή, υποχρεούται να απαντά στα αιτήματα για παροχή πληροφοριών μέσα σε ορισμένη προθεσμία, όχι μεγαλύτερη των 60 ημερών, όπως νόμος ορίζει. Σε περίπτωση παρόδου άπρακτης της προθεσμίας αυτής ή παράνομης άρνησης, πέραν των άλλων τυχόν κυρώσεων και έννομων συνεπειών, καταβάλλεται και ειδική χρηματική ικανοποίηση στον αιτούντα όπως νόμος ορίζει.
Επίσης, κατ’ εφαρμογή του Συντάγματος, η υποχρέωση της διοίκησης για έγγραφη απάντηση στα αντίστοιχα αιτήματα των πολιτών εντός ορισμένης προθεσμίας, ρυθμίζεται με τις διατάξεις του άρθρου 4, του Ν.2690/1999[2] Κώδικας Διοικητικής Διαδικασίας. Ειδικότερα προβλέπεται ότι οι δημόσιες υπηρεσίες, οι ΟΤΑ (α΄και β΄βαθμού – δήμοι και περιφέρειες αντίστοιχα) και τα ΝΠΔΔ, όταν υποβάλλονται αιτήσεις, οφείλουν να διεκπεραιώνουν τις υποθέσεις των ενδιαφερομένων και να αποφαίνονται για τα αιτήματά τους μέσα σε προθεσμία 50 ημερών, εφόσον από ειδικές διατάξεις δεν προβλέπονται μικρότερες προθεσμίες.
Αν η αίτηση υποβληθεί σε αναρμόδια υπηρεσία, η υπηρεσία αυτή οφείλει, μέσα σε 3 ημέρες, να τη διαβιβάσει στην αρμόδια και να γνωστοποιήσει τούτο στον ενδιαφερόμενο. Στην περίπτωση αυτή η προθεσμία αρχίζει από τότε που περιήλθε η αίτηση στην αρμόδια υπηρεσία.
Για υποθέσεις αρμοδιότητας περισσότερων υπηρεσιών, η προθεσμία των 50 ημερών παρατείνεται κατά 10, ακόμη, ημέρες.
Εάν κάποια υπόθεση δεν μπορεί να διεκπεραιωθεί λόγω αντικειμενικής αδυναμίας, ειδικά αιτιολογημένης, η αρμόδια υπηρεσία οφείλει, εντός 5 τουλάχιστον ημερών πριν από την εκπνοή τους, να γνωστοποιήσει εγγράφως στον αιτούντα: α) τους λόγους της καθυστέρησης, β) τον υπάλληλο που έχει αναλάβει την υπόθεση και τον αριθμό τηλεφώνου του, για την παροχή πληροφοριών και γ) κάθε άλλη χρήσιμη πληροφορία.
Οι διοικητικές αρχές επίσης, οφείλουν, ύστερα από αίτηση του ενδιαφερομένου, να χορηγούν αμέσως πιστοποιητικά και βεβαιώσεις. Αν η άμεση χορήγηση τούτων δεν είναι δυνατή, αυτά αποστέλλονται ταχυδρομικώς, μέσα σε προθεσμία δέκα ημερών, στη διεύθυνση που έχει δηλωθεί.
Σημειώνεται ότι η προθεσμία των 50 ημερών είναι ημερολογιακή, άρχεται από την ημερομηνία εισόδου της αίτησης στη δημόσια υπηρεσία και πρωτοκόλλησης της και εφόσον έχουν συνυποβληθεί το σύνολο των τυχών απαιτούμενων δικαιολογητικών, πιστοποιητικών ή στοιχείων.
Κατά την περίπτωση μη τήρησης των ανωτέρω προθεσμιών καταβάλλεται στον αιτούντα, από τον οικείο φορέα, πλήρης αποζημίωση. [3]
Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι ο νομοθέτης στο άρθρο 3, του ΚΔΔ, προνόησε για διευκόλυνση των ενδιαφερομένων, την υποχρέωση οι δημόσιες υπηρεσίες να χορηγούν υποχρεωτικώς, έντυπα αιτήσεων στους πολίτες στα οποία να αναφέρονται οι προβλεπόμενες από τη νομοθεσία προϋποθέσεις για την ικανοποίηση του αιτήματος, οι εφαρμοστέες διατάξεις, τα δικαιολογητικά που πρέπει να προσκομιστούν καθώς και ο χρόνος μέσα στον οποίο θα δοθεί η απάντηση. Επίσης, εάν ο ενδιαφερόμενος δηλώσει ότι δεν μπορεί να γράψει, ο αρμόδιος υπάλληλος ύστερα από προφορική έκθεση του αιτήματος του ενδιαφερόμενου, οφείλει να συντάξει ο ίδιος την αίτηση.
Σε αντιδιαστολή με τα παραπάνω, σημειώνουμε ότι, ανώνυμα, ανυπόγραφα και προφορικά αιτήματα δεν δημιουργούν υποχρέωση στη διοίκηση να ενεργήσει.[4]
Επίσης, η διοίκηση απαλλάσσεται από την υποχρέωση να απαντήσει [5] σε εμφανώς παράλογα, αόριστα, ακατάληπτα ή καταχρηστικά επαναλαμβανόμενα αιτήματα. Τέλος, τα κοινοποιούμενα αιτήματα [6] σε δημόσιους φορείς, δεν δεσμεύουν τη διοίκηση να απαντήσει.