Άρθρο του Νίκου Ανδρουλάκη στο Βήμα της Κυριακής
Σε λίγες ημέρες, στις 16 Απριλίου, οι Τούρκοι πολίτες καλούνται να ψηφίσουν για μια συνταγματική μεταρρύθμιση, η οποία εισάγει το προεδρικό σύστημα. Σύμφωνα με τον κ. Ερντογάν, η συνταγματική αναθεώρηση, η οποία ενδέχεται να του επιτρέψει να παραμείνει στην προεδρία έως το 2029, είναι απαραίτητη για να αποκτήσει η χώρα ισχυρή εκτελεστική εξουσία, ικανή να αντιμετωπίσει τις σύγχρονες προκλήσεις.
Η Τουρκική κοινωνία, πράγματι, θα μπορούσε να δεχτεί ένα αμιγώς προεδρικό σύστημα δυτικού τύπου. Ωστόσο, αυτό δεν έχει καμιά σχέση με τους σχεδιασμούς του κ. Ερντογάν. Το πολίτευμα που οραματίζεται ο Τούρκος Πρόεδρος δεν ακολουθεί το δοκιμασμένο προεδρικό πρότυπο. Περιλαμβάνει αλλοιώσεις που το καθιστούν αυταρχικό και επικίνδυνο. Ειδικότερα, συγκεντρώνει όλη την εκτελεστική εξουσία σε ένα και μόνο πρόσωπο, τον πρόεδρο, αφού καταργεί το Υπουργικό συμβούλιο και τους υπουργούς. Ο Πρόεδρος θα έχει τη δυνατότητα να διορίζει κατά βούληση αντιπροέδρους και να τους αναθέτει μέρος των αρμοδιοτήτων του. Εξαιρετικά κρίσιμη είναι και η πρόβλεψη για την δυνατότητα του Προέδρου να διαλύει την Εθνοσυνέλευση. Το αποτέλεσμα είναι ότι η διάκριση των εξουσιών, η οποία αποτελεί βασικό χαρακτηριστικό των Προεδρικών συστημάτων, καταργείται. Πρακτικά, θα έχουμε ιδεολογικοπολιτική ταύτιση ανάμεσα στην εκτελεστική και τη νομοθετική εξουσία. Εάν σε αυτά προσθέσουμε τις προβλεπόμενες υπερεξουσίες για τον διορισμό δικαστών, την απόλυτη εξουσία επί των δημοσίων υπαλλήλων και των ενόπλων δυνάμεων τότε, γίνεται εύλογα αντιληπτό, ότι όλες οι εξουσίες του κράτους θα συγκεντρωθούν στα χέρια του προέδρου, ο οποίος θα το ελέγχει ασφυκτικά.
Σημείο προβληματισμού αποτελεί επίσης το γεγονός ότι η διεξαγωγή του δημοψηφίσματος γίνεται ενόσω εξακολουθεί η χώρα να είναι σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, η οποία ισχύει μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου. Το αποτέλεσμα είναι να υπάρχουν σημαντικοί περιορισμοί στις εμφανίσεις των υπέρμαχων του «όχι», ορισμένοι εκ των οποίων μάλιστα είναι στη φυλακή. Αντίθετα ο πρόεδρος και ο πρωθυπουργός έχουν απεριόριστες δυνατότητες προώθησης του «ναι», οι οποίες μεταδίδονται τακτικά από τα τηλεοπτικά δίκτυα.
Σε όλα αυτά, η Ευρώπη αντιδρά σπασμωδικά και μουδιασμένα. Στην απαγόρευση προεκλογικών εκδηλώσεων σε Ολλανδία και Γερμανία για λόγους δημόσιας τάξης ο κ. Ερντογάν, αντέδρασε εντονότατα χαρακτηρίζοντας τις ενέργειες αυτές ως «ναζιστικές και αντιδημοκρατικές».
Φυσικά, κανείς δεν έθεσε το ζήτημα του παράλογου τέτοιων χαρακτηρισμών, τη στιγμή όπου μέρος της αντιπολίτευσης είναι στη φυλακή και δεν έχει τη δυνατότητα να διεξάγει προεκλογική εκστρατεία ακόμα και εντός των συνόρων της Τουρκίας. Δυστυχώς, οι Ευρωπαϊκές κυβερνήσεις απέτυχαν να διαμορφώσουν μια ενιαία στάση σε αυτό ζήτημα, η οποία με πρόταγμα τα ανθρώπινα δικαιώματα, θα απαιτούσε την απελευθέρωση των κρατούμενων βουλευτών της αντιπολίτευσης ως προαπαιτούμενο για την δυνατότητα διεξαγωγής προεκλογικών εκδηλώσεων σε ευρωπαϊκό έδαφος.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κράτη μέλη οφείλουν να είναι αυστηροί κριτές. Τη στιγμή όπου η Τουρκία παραμένει επίσημα υποψήφιο Κ-Μ της Ένωσης και Ευρωπαϊκοί πόροι διατίθενται ως αναπτυξιακή βοήθεια, η χώρα συνεχίζει να διολισθαίνει συνεχώς προς ένα αυταρχικό μέλλον. Η ΕΕ πρέπει να καταστήσει σαφές στον κ. Ερντογάν ότι δεν πρόκειται να υποκύψει σε εκβιασμούς όπως έκανε στο θέμα του προσφυγικού, χωρίς φυσικά να ξεχνάμε ότι πίσω από αυτούς έκρυψε την αδυναμία της να εφαρμόσει το πρόγραμμα μετεγκατάστασης. Αυτό δεν πρέπει να επαναληφθεί. Ειδικά, στη σημερινή συγκυρία όπου η Τουρκική οικονομία αντιμετωπίζει μια ετήσια μείωση τούρκικων αφίξεων της τάξης των 11 εκατομμυρίων επισκεπτών ενώ η λίρα έχει χάσει το 40% της αξίας της, η σημασία της Ευρώπης δεν πρέπει να υποτιμάται. Ακόμα και το 2016, μεγάλο μέρος των άμεσων ξένων επενδύσεων προέρχεται από Ευρωπαϊκές χώρες: μόνο οι Ολλανδικές συνιστούν 17% επί του συνόλου ενώ οι Γερμανικές ανέρχονται σε 12%.
Σε κάθε περίπτωση, η λεκτική κλιμάκωση με την Ευρώπη εξυπηρετεί τον κ. Ερντογάν μια και του δίνει την δυνατότητα να καταστεί ελκυστικός σε ένα περισσότερο εθνικιστικό ακροατήριο. Άλλωστε, αυτός ήταν και ο λόγος για την συμμαχία με τον κ. Μπαχτσελί, η οποία δεν απέδωσε όμως τα αναμενόμενα μια και η υποστήριξη των ψηφοφόρων του κόμματος του στην πρόταση συνταγματικής αναθεώρησης κυμαίνεται μόλις στο 25%, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις. Ως μέτρο σύγκρισης, η υποστήριξη μεταξύ των ψηφοφόρων του AKP, του κ. Ερντογάν, είναι στο 90%. Η αλήθεια είναι ότι ο κ. Ερντογάν παραμένει πολιτικά δημοφιλής, την στιγμή μάλιστα, που στην αντιπολίτευση δεν υπάρχει μια ηγετική προσωπικότητα που θα μπορούσε να συσπειρώσει την ψήφο του «όχι». Ωστόσο, πληρώνει αυξανόμενο τίμημα για τις επιλογές του σε μια σειρά από ζητήματα όπως η αποτυχία των συνομιλιών του με τους κούρδους, η τραγωδία της Συρίας και η οικονομική ύφεση.
Με αυτά τα δεδομένα, πάμε σε ένα δημοψήφισμα όχι τόσο για τον χαρακτήρα του πολιτικού συστήματος αλλά για το ίδιο το πρόσωπο του κ. Ερντογάν. Στην περίπτωση που κερδίσει, θα έχουμε περιορισμό της δημοκρατίας και του πλουραλισμού, άρα και όξυνση των συγκρούσεων. Στην περίπτωση που επικρατήσει το «όχι», θα προκύψει πολιτική αστάθεια και πιθανότατα εκλογές για την επικύρωση των συνταγματικών αλλαγών μέσω της νέας Βουλής.