iaitoloakarnania.gr
Ένας λαογραφικός θησαυρός με τραγούδια από διάφορες περιοχές της Αιτωλοακαρνανίας που γράφτηκαν με πόνο και θλίψη για τους ξενιτεμένους.
Το βιβλίο «Τα δημοτικά τραγούδια της ξενιτιάς» της συγγραφέως Σούλας Τόσκα-Κάμπα περιλαμβάνει τα σημαντικότερα τραγούδια της ξενιτιάς από την Ελλάδα και τη Μ. Ασία.
Η συγκέντρωση και καταγραφή τους είναι αυθεντική, καθώς έχουν αξιοποιηθεί όλες οι σχετικές πηγές (συλλογές δημοτικών τραγουδιών, διάφορα λαογραφικά βιβλία, μελέτες σε περιοδικές εκδόσεις κλπ.), και έχουν γίνει επιτόπιες έρευνες σε διάφορες περιοχές του τόπου μας.
Έτσι, το έργο μάς δίνει ένα εντυπωσιακό πανόραμα των δημοτικών μας τραγουδιών που αναφέρονται στην ξενιτιά, καθώς αυτή διαδραμάτισε βασικό ρόλο στην ιστορική πορεία του ελληνικού λαού.
Από το προλογικό σημείωμα του βιβλίου, της Σούλας Τόσκα-Κάμπα
«Καλέ ξενιτεμένε μου, γράφε μου να μαθαίνω
στέλνε μου κι άγραφτο χαρτί, και γω καταλαβαίνω»
στέλνε μου κι άγραφτο χαρτί, και γω καταλαβαίνω»
Οι συνθήκες διαβίωσης στην Ελλάδα,στους παλαιότερους καιρούς, ήταν πολύ δύσκολες. Αυτό ανάγκασε τους ανθρώπους να ξενιτεύονται σε άλλα μέρη, κοντινά ή μακρινά, αναζητώντας μια καλύτερη τύχη. Οι περισσότεροι απ΄αυτούς έφευγαν για οικονομικούς λόγους και επέστρεφαν πάλι στην πατρίδα για να φτιάξουν τη ζωή τους με τις οικογένειές τους.
Αυτή η αναγκαστική αναχώρηση υπήρξε αφορμή να δημιουργηθούν τα τραγούδια της ξενιτιάς, τα οποία και συγκεντρώσαμε στον τόμο αυτό. Η σειρά των τραγουδιών κατά περιοχή, στηρίχτηκε στις ιστορικές μαρτυρίες που έχουμε, τα τραγούδια αναφέρονται στους ξενιτεμένους κάθε περιοχής και βρίσκονται σε χρονολογική κατά κάποιο τρόπο διάταξη. Ενδεικτικά σημειώνουμε πως τους πρώτους ξενιτεμένους τους συναντάμε στην Ήπειρο, για να ακολουθήσει η Στερεά, η Ρούμελη όπως λέγεται, η Πελοπόννησος, η Μακεδονία και η Θράκη, που πρέπει να θεωρηθούν από τις πρώτες και βασικές περιοχές στις οποίες δημιουργήθηκαν τα περισσότερα τραγούδια της ξενιτιάς.
Στα νησιά τα τραγούδια της ξενιτιάς συνδέονται με τους ναυτικούς κυρίως, που ταξιδεύανε σ΄όλες τις θάλασσες του κόσμου για μεγάλα χρονικά διαστήματα, προκειμένου να εξασφαλίσουν τα απαραίτητα για τις ανάγκες των οικογενειών τους.
Τα τραγούδια αυτά, από τα ωραιότερα της δημοτικής μας ποίησης έγιναν από μανάδες, γυναίκες και αδελφές των ξενιτεμένων και χαρακτηρίζονται από τον πόνο του αποχωρισμού, τη συγκίνηση, τη νοσταλγία, την προσμονή αλλά και την λαχτάρα της επιστροφής. Αναφέρονται και στις τοπικές ομορφιές του τόπου μας που ο ξενιτεμένος αφήνει πίσω του και περιλαμβάνουν ευχές για την παραμονή στα ξένα μέρη, αλλά και ελπίδα για σύντομη επιστροφή. Διαθέτουν φαντασία, εκφραστικότητα, εντυπωσιακές εικόνες και έντονη είναι η προσμονή και η πίκρα.
Πολλά από τα τραγούδια αυτά, δημιουργήθηκαν την περίοδο της Τουρκοκρατίας, στη διάρκεια της οποίας ξενιτεύονται αρκετοί Έλληνες. Ορισμένα από αυτά αναφέρονται στη στιγμή του αποχωρισμού όπου η λύπη όλων ήταν μεγάλη και έτσι πολλά είναι μελαγχολικά, συγκινητικά, σπαρακτικά, γεμάτα θλίψη.
Αρκετά από τα τραγούδια έχουν, στις διάφορες παραλλαγές που συναντάμε από περιοχή σε περιοχή, ομοιότητες. Καταγράψαμε τις πιο αντιπροσωπευτικές από αυτές, καθώς το ίδιο θέμα ο κάθε λαϊκός τραγουδιστής το παρουσιάζει με το δικό του τρόπο και σε συνάρτηση με το φυσικό περιβάλλον στο οποίο ζει αλλά και τις τοπικές κοινωνικές συνθήκες.
Γενικά, τα τραγούδια της ξενιτιάς φανερώνουν και την αποφασιστικότητα του Έλληνα να δημιουργήσει καλύτερες προϋποθέσεις για την προσωπική του ζωή και των δικών του και συχνά, παρά το πονεμένο περιεχόμενό τους, διαθέτουν μια ηρωική εγκαρτέρηση, δύναμη, ελπίδα και τρυφερότητα που τονώνει το αίσθημα της επικοινωνίας ανάμεσα σ’ εκείνους που φεύγουν και σ’ εκείνους που μένουν. Δεν έγινε παρέμβαση στην ορθογραφία των κειμένων παρά μόνο σε προφανή τυπογραφικά λάθη.
Τα δημοτικά τραγούδια της ξενιτιάς από διάφορα μέρη της Αιτωλοακαρνανίας
Αιτωλία
Παν τα κορίτσια για νερό βρίσκουν του τόπουν αδειανό
και κει κάθονται και κλαίνι που ‘ν’ τα παλληκάρια, λένι.
Στο παπόρι μπήκανε στη Νέα Όρκη βγήκανε.
Είκουσ’ μιρούλις θάλασσα σκοτούρις κι σκουντάματα
στους δρόμους εγυρίζανι κανένα δε γνουρίζανι
Μουρή μαγκούφ’ Αμιρική πό’χεις του χρήμα του πουλύ,
μουρή μαγκούφα ξενιτιά φύλα τουν ξέν’ απ’ αρρουστιά.
και κει κάθονται και κλαίνι που ‘ν’ τα παλληκάρια, λένι.
Στο παπόρι μπήκανε στη Νέα Όρκη βγήκανε.
Είκουσ’ μιρούλις θάλασσα σκοτούρις κι σκουντάματα
στους δρόμους εγυρίζανι κανένα δε γνουρίζανι
Μουρή μαγκούφ’ Αμιρική πό’χεις του χρήμα του πουλύ,
μουρή μαγκούφα ξενιτιά φύλα τουν ξέν’ απ’ αρρουστιά.
Αμοργιανοί Αγρινίου
Στ’ Αγρίνιο βγαίνει ένα νερό, το λένε ασημονέρι.
Κι όποια μανούλα κι αν το πιει κανένα γιο δεν κάνει.
– Αν τόπινε η μανούλα μου, δε θα ‘χε κάνει εμένα.
Σαν μ’ έκανε, τι μ’ ήθελε, σαν μ’ έχει, τι με θέλει;
Εγώ στα ξένα γκιζερώ, στα ξένα τρώω και πίνω.
‘Δω πιάνω ξένες αδερφές και ξένες παραμάνες.
Πιάνω και μια σταυραδερφή, για να μου πλεν’ τα ρούχα.
Κι όποια μανούλα κι αν το πιει κανένα γιο δεν κάνει.
– Αν τόπινε η μανούλα μου, δε θα ‘χε κάνει εμένα.
Σαν μ’ έκανε, τι μ’ ήθελε, σαν μ’ έχει, τι με θέλει;
Εγώ στα ξένα γκιζερώ, στα ξένα τρώω και πίνω.
‘Δω πιάνω ξένες αδερφές και ξένες παραμάνες.
Πιάνω και μια σταυραδερφή, για να μου πλεν’ τα ρούχα.
Ανοιξιάτικο Βάλτου
Καταραμένη ξενιτιά, που μόχεις κάψει την καρδιά.
Αχ! Μου πήρες τα παιδιά κι έχω πόνο συντροφιά μου.
Από μικρά μου φύγανε και πίσω δεν γυρίσανε.
Τα χρήματα αγάπησαν, την έρμη με παράτησαν.
Αχ, έρμη δόλια ξενιτιά, δώσε μου πίσω τα παιδιά.
Αχ! Μου πήρες τα παιδιά κι έχω πόνο συντροφιά μου.
Από μικρά μου φύγανε και πίσω δεν γυρίσανε.
Τα χρήματα αγάπησαν, την έρμη με παράτησαν.
Αχ, έρμη δόλια ξενιτιά, δώσε μου πίσω τα παιδιά.
Γουριά Μεσολογγίου
Τώρα ν’ ο(υ) Μάης κι άνοιξη τώρα το καλοκαίρι.
Τώρα κι ο(υ) ξένο(υ)ς βούλεται στον τόπο του να πάει.
Νύχτα σελλώνει τα’ άλογο νύχτα το καλλιβ(γ)ώνει.
Βάνει τα πέταλα χρυσά και τα καρφιά ασημένια
και τα καλιβοστήρια του χρυσά μαλαματένια.
– Τριες λυγερές ξεκίνησαν να παν να βρουν το Μάη.
Στο δρόμο που πηγαίνανε απάντησαν το Μάη.
– Πεσ’ μας Μάη μ’ τι κάνουν τα βουνά κι οι κάμποι;
– Καλότυχα ‘ναι τα βουνά καλότυχοι κι οι κάμποι,
καλότυχες κι οι λυγερές που τραγουδούν το Μάη.
Τώρα κι ο(υ) ξένο(υ)ς βούλεται στον τόπο του να πάει.
Νύχτα σελλώνει τα’ άλογο νύχτα το καλλιβ(γ)ώνει.
Βάνει τα πέταλα χρυσά και τα καρφιά ασημένια
και τα καλιβοστήρια του χρυσά μαλαματένια.
– Τριες λυγερές ξεκίνησαν να παν να βρουν το Μάη.
Στο δρόμο που πηγαίνανε απάντησαν το Μάη.
– Πεσ’ μας Μάη μ’ τι κάνουν τα βουνά κι οι κάμποι;
– Καλότυχα ‘ναι τα βουνά καλότυχοι κι οι κάμποι,
καλότυχες κι οι λυγερές που τραγουδούν το Μάη.
Ναυπακτία
Ποιος ξέρει το παιδάκι μου στην ξενιτιά τι κάνει!
Πάνε δυο χρόνια η δύστυχη κι ακόμα δεν εφάνη.
Τον ταχυδρόμο του χωριού θα πάω να ρωτήσω,
τα γράμματα του ‘στελνα, γιατί μου ρχωνται πίσω;
Μήπως και μου αρρώστησε, μπα και τον βρήκε χάλι
και μο’ ‘βαλε διπλό καημό και ζάλη στο κεφάλι;
Πάνε δυο χρόνια η δύστυχη κι ακόμα δεν εφάνη.
Τον ταχυδρόμο του χωριού θα πάω να ρωτήσω,
τα γράμματα του ‘στελνα, γιατί μου ρχωνται πίσω;
Μήπως και μου αρρώστησε, μπα και τον βρήκε χάλι
και μο’ ‘βαλε διπλό καημό και ζάλη στο κεφάλι;
Για ιδέστε τον αμάραντο σε τι βουνό φυτρώνει.
Φυτρώνει μεσ’ στα δίστρατα στις πέτρες, στα λιθάρια.
Ποτέ του δεν ποτίζεται και δεν κορφολογιέται.
Τον τρων τα λάφια και ψοφούν, τ’ αρκούδια κ’ ημερεύουν,
ας το ‘τρωγε κ η μάνα μου, μη μ’ έκανε κι εμένα.
Σα μ’ έκανε, τι μ’ ήθελε, σα μ’ έχη, τι με θέλει;
Εγώ στα ξένα περπατώ, στα ξένα τριγυρίζω.
Πιάνω τις ξένες αδερφές, τις ξένες παραμάνες,
πιάνω και μια πρωταδερφή, τα ρολυχα να μου πλένη.
Φυτρώνει μεσ’ στα δίστρατα στις πέτρες, στα λιθάρια.
Ποτέ του δεν ποτίζεται και δεν κορφολογιέται.
Τον τρων τα λάφια και ψοφούν, τ’ αρκούδια κ’ ημερεύουν,
ας το ‘τρωγε κ η μάνα μου, μη μ’ έκανε κι εμένα.
Σα μ’ έκανε, τι μ’ ήθελε, σα μ’ έχη, τι με θέλει;
Εγώ στα ξένα περπατώ, στα ξένα τριγυρίζω.
Πιάνω τις ξένες αδερφές, τις ξένες παραμάνες,
πιάνω και μια πρωταδερφή, τα ρολυχα να μου πλένη.
Εγώ στον ήλιο ορκίστηκα ποτέ μην τραγουδήσω,
μα τώρα για τους φίλους μου και για τους ιδικούς μου
θα ειπώ τραγούδια θλιβερά και παραπονεμένα
για ν’ ακουστώ στην ξενιτιά στα έρημα τα ξένα
ν’ ακούση η γυναίκα μου, ν’ ακούσουν τα παιδιά μου.
μα τώρα για τους φίλους μου και για τους ιδικούς μου
θα ειπώ τραγούδια θλιβερά και παραπονεμένα
για ν’ ακουστώ στην ξενιτιά στα έρημα τα ξένα
ν’ ακούση η γυναίκα μου, ν’ ακούσουν τα παιδιά μου.
Θα φύγω, μάνα, μα θα ‘ρθω και μην πολυλυπιέσαι.
Από τα ξένα που βρεθώ, μηνύματα σου στέλνω,
με τη δροσιά της άνοιξης, την πάχνη του χειμώνα,
και με τ’ αστέρια τ’ ουρανού τα ρόδα του Μαΐου
θε να σου στείλω πράγματα π’ ουδέ τα συλλογιέσαι.
– Παιδί μου, πάαινε στο καλό κι όλοι οι άγιοι κοντά σου
και της μανούλας η ευχή νάναι για φυλαχτό σου
να μη σε πιάνη βάσκαμα και το κακό το μάτι.
Από τα ξένα που βρεθώ, μηνύματα σου στέλνω,
με τη δροσιά της άνοιξης, την πάχνη του χειμώνα,
και με τ’ αστέρια τ’ ουρανού τα ρόδα του Μαΐου
θε να σου στείλω πράγματα π’ ουδέ τα συλλογιέσαι.
– Παιδί μου, πάαινε στο καλό κι όλοι οι άγιοι κοντά σου
και της μανούλας η ευχή νάναι για φυλαχτό σου
να μη σε πιάνη βάσκαμα και το κακό το μάτι.
Διαβάστε τη συνέχεια του δημοτικού τραγουδιού στο βιβλίο…
Ξηρόμερο
Για ιδέστε τον αμάραντο σε τί γκρεμό φυτρώνει.
Φυτρώνει μεσ’ στα δίστρατα στις πέτρες τα λιθάρια
τον τρων τα λάφια και ψοφούν τ’ αγρίμια κι ημερώνουν.
Νο το ‘χε φάει κι η μάνα μου, εμέ μη μ’ είχε κάνει
κι αν μ’ έκαμε τί μ’ ήθελε, κι αν μ’ έχει τι με θέλει.
Εγώ στα ξένα περπατώ, στα ξένα τρώω και πίνω
καλώ τις ξένες γι’ αδελφές τις ξένες παραμάνες.
Φυτρώνει μεσ’ στα δίστρατα στις πέτρες τα λιθάρια
τον τρων τα λάφια και ψοφούν τ’ αγρίμια κι ημερώνουν.
Νο το ‘χε φάει κι η μάνα μου, εμέ μη μ’ είχε κάνει
κι αν μ’ έκαμε τί μ’ ήθελε, κι αν μ’ έχει τι με θέλει.
Εγώ στα ξένα περπατώ, στα ξένα τρώω και πίνω
καλώ τις ξένες γι’ αδελφές τις ξένες παραμάνες.
Τι να της κάνω της καρδιά πούναι παραπονιάρα
βολές με κάνει και θρηνώ, βολές ν’ αναστενάζω
βολές με κάνει κι αρρωστώ, βαριά για να πεθάνω.
Θα πάγω σ’ άλλο σύνορο, θα φύγω σ’ άλλον τόπο
ξένος κι εδώ, ξένος κι εκεί, κι όπου κι αν πάω ξένος.
Νάχα τον ουρανό χαρτί, τη θάλασσα μελάνι
για νάγραφα της ξενιτιάς τις λαύρες και τις πίκρες.
βολές με κάνει και θρηνώ, βολές ν’ αναστενάζω
βολές με κάνει κι αρρωστώ, βαριά για να πεθάνω.
Θα πάγω σ’ άλλο σύνορο, θα φύγω σ’ άλλον τόπο
ξένος κι εδώ, ξένος κι εκεί, κι όπου κι αν πάω ξένος.
Νάχα τον ουρανό χαρτί, τη θάλασσα μελάνι
για νάγραφα της ξενιτιάς τις λαύρες και τις πίκρες.
Μια λυγερή τραγούδαγε σε κρυσταλλένιο πύργο
της πήρε αγέρας τη φωνή στη θάλασσα τη ρίχνει κι όσα καράβια τάκουσαν όλα λιμάνια πιάνουν
κι ο καπετάνιος φώναζε όλων των καραβιώνε.
– Σταθείτε καραβάκια μου όλα με την αράδα
ν’ ακούσετε τη λυγερή πώς τραγουδεί και λέει:
– Ανάθεμα σε ξενιτιά, ανάθεμα στα ξένα.
της πήρε αγέρας τη φωνή στη θάλασσα τη ρίχνει κι όσα καράβια τάκουσαν όλα λιμάνια πιάνουν
κι ο καπετάνιος φώναζε όλων των καραβιώνε.
– Σταθείτε καραβάκια μου όλα με την αράδα
ν’ ακούσετε τη λυγερή πώς τραγουδεί και λέει:
– Ανάθεμα σε ξενιτιά, ανάθεμα στα ξένα.
Άσπρα μου πουλιά, μαύρα μου χελιδόνια
αυτού ψηλά που πάτε, για χαμηλώσετε
για να σας δώσω γράμμα, γράμμα και γραφή
να πάτε της καλής μου και της μάνας μου
να μη με παντυχαίνουν και με καρτερούν.
Τι εμένα με παντρέψαν’ δω στη ξενιτιά
μου ‘δωκαν μαγουπούλα, μάγισσας παιδί,
μαγεύει τα καράβια και δεν αρμενούν.
αυτού ψηλά που πάτε, για χαμηλώσετε
για να σας δώσω γράμμα, γράμμα και γραφή
να πάτε της καλής μου και της μάνας μου
να μη με παντυχαίνουν και με καρτερούν.
Τι εμένα με παντρέψαν’ δω στη ξενιτιά
μου ‘δωκαν μαγουπούλα, μάγισσας παιδί,
μαγεύει τα καράβια και δεν αρμενούν.
Διαβάστε τη συνέχεια του δημοτικού τραγουδιού στο βιβλίο…
Φλωριάδα Βάλτου
Πάνω στη ράχη κάθεται η Μάρω κι αγναντεύει,
δε γλέπει κείνον π’ αγαπά, εκείνον που λατρεύει.
Πάνε δυο χρόνια που ‘φυγε κι ακόμα περιμένει,
κι η Μάρω που τον καρτερεί δε θέλει για να ζήσει,
κι η μάνα της που την κοιτά της λέει πονεμένα:
– Έτσι ‘ναι, Μάρω μου γλυκιά, τα έρημα τα ξένα.
– Τρεις μήνες έχω, μάνα μου, που γράμμα δε λαβαίνω
κι απ’ τον πολύ τον πόνο μου σιγα-σιγά πεθαίνω.
δε γλέπει κείνον π’ αγαπά, εκείνον που λατρεύει.
Πάνε δυο χρόνια που ‘φυγε κι ακόμα περιμένει,
κι η Μάρω που τον καρτερεί δε θέλει για να ζήσει,
κι η μάνα της που την κοιτά της λέει πονεμένα:
– Έτσι ‘ναι, Μάρω μου γλυκιά, τα έρημα τα ξένα.
– Τρεις μήνες έχω, μάνα μου, που γράμμα δε λαβαίνω
κι απ’ τον πολύ τον πόνο μου σιγα-σιγά πεθαίνω.
Μια μάνα απόψε μάλωνε, μάλωνε με το γιο της
– Στα ξένα γιόκα μ’ να μην πας κι απ’ το χωριό μη φεύγεις.
Στα ξένα μάνα δεν θα βρεις, το πόνο σου να κλάψεις.
– Στα ξένα γιόκα μ’ να μην πας κι απ’ το χωριό μη φεύγεις.
Στα ξένα μάνα δεν θα βρεις, το πόνο σου να κλάψεις.