02 Απριλίου 2016

Όταν ο Καραϊσκάκης δικαζόταν στο Αιτωλικό Αιτ/νιας

1η Απριλ, 1824 ξεκινάει η «Δίκη» του Καραΐσκάκη μέσα στην εκκλησία της Παναγίας του Αιτωλικού ..
.Στις φωτογραφίες εικονίζεται το σπίτι - φυλακη- οπου κρατήθηκε ο Καραϊσκάκης για όσο κράτησε η δίκη του,,




Από ένα άρθρο του Νίκου Βαρδιάμπαση στην εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ (Ιστορικά, 28/3/2002),  επιλέγουμε ένα ενδιαφέρον απόσπασμα που αναφέρεται στη δίκη του Καραϊσκάκη, η οποία έγινε την Πρωταπριλιά του 1824, μετά από συκοφαντία του Μαυροκορδάτου. Ανάμεσα σε άλλες λεπτομέρειες, θα μάθουμε και για ποιο λόγο αρκετοί κόντεψαν να λιποθυμήσουν κατά τη διάρκεια της δίκης:  
Τότε ο Μαυροκορδάτος, για να απαλλαγεί οριστικά από τον Καραϊσκάκη –γνωρίζοντας ενδεχομένως και την ανταπόκρισή του με τον Κολοκοτρώνη- τον συκοφαντεί με την κατηγορία ότι ο Καραϊσκάκης τάχατες είχε: «μυστικήν ανταπόκρισην (καπάκια) με τον Ομέρ Βρυώνη και ότι συμφώνησε… να του παραδώσει Μεσολόγγι και Αιτωλικό».Στις 30 Μαρτίου ο Μαυροκορδάτος διορίζει ανακριτική επιτροπή με πρόεδρο τον επίσκοπο Άρτας Πορφύριο και την Πρωταπριλιά 1824 ξεκινάει η «δίκη» μέσα στην εκκλησία της Παναγίας του Αιτωλικού.
Η «δίκη»Σύμφωνα με την περιγραφή Κασομούλη, ο Πορφύριος κάθεται στον αρχιερατικό θρόνο. Στα στασίδια των επιτρόπων στέκουν οι κριτές.
Μπαίνει ο κατηγορούμενος οπλισμένος. Προσκύνησε τις εικόνες και ζήτησε την ευχή του δεσπότη.
-Πες μου, του λέει, ορθός θα σταθώ ή θα καθίσω;
-Κάθισε, γιατί είσαι ασθενής.
Του έφεραν ένα μαξιλάρι «διότι το έδαφος ήταν πλάκες μάρμαρα, να μη βλαφθή από το ψύχος».
Πορφύριος: -Καραϊσκάκη, η πατρίς λαβούσα υποψίαν από τα κινήματά σου, έχουσα και διδόμενα από μερικάς σου ανταποκρίσεις, σήμερον σε προσκάλεσεν εις το κριτήριο… Αφού με τόσας ανδραγαθίας εδόξασες τον εαυτό σου και η πατρίς σε αντάμειψεν… εφάνης αχάριστος. Είθε να είσαι αθώος. Έστειλες τον Κ. Βουλπιώτην εις Ιωάννινα. Τι δουλειά είχε ο Βουλπιώτης εκεί; Τι απολογίαν έχεις;
Καραϊσκάκης: -Απ’ όσα με κατηγορούν καμίαν είδησιν δεν έχω… Τον Βουλπιώτην εγώ δεν τον έστειλα. Επήγε διά δουλειάν του. Μόνος του με εζήτησεν διαβατήριον. Ήξευρον τον εαυτόν  μου αθώον από αυτήν την κατηγορίαν. Το κριτήριον ας εξετάσει τον Βουλπιώτην…
Εμφανίστηκε –συνεχίζει ο Κασομούλης- (αντί του Βουλπιώτη) μάρτυρας «ο έπαρχος κύριος Γιάγκος Σούτζιος (φαναριώτης, φίλος του Μαυροκορδάτου)… και τα είπεν:
-Εγώ, μωρέ, λέγει ο Καραϊσκάκης, σε τα είπα εσένα;
-Μάλιστα, λέγει ο Σούτζιος…
Καραϊσκάκης: -Αν βάλετε θεμέλιο εις τα λόγια μου, εκατό ζωές να έχω δεν γλυτώνω, πλην ποτέ έργο δεν έκαμα.
Κριτής (Γαλάνης Μεγαπάνου): -Βρε, ηξεύρομεν Καραϊσκάκη όπου λέγεις όλο λόγια. Μα διατί να τα λέγης έτζι; (πρόστυχα).
Καραϊσκάκης: -Το έχω χούι, κυρ Πάνο.
Κριτής: -Μα γιατί να το έχεις αυτό το χούι, ενώ είσαι πενήντα χρονών;
Καραϊσκάκης: -Αμ δεν ημπορώ να το κόψω τώρα, κυρ Πάνο. Και συ, κυρ Πάνο, είσαι ογδόντα χρονών, μα το χούι δεν τ’ αφήνεις να γαμής.
Λέγοντας αυτό ο Καραϊσκάκης μες στο ναό – δικαστήριο, «εκτύπησαν τα γέλια όλοι και πήγαν και πολλοί να λιποθυμήσουν, καθώς κι εγώ ο ίδιος», γράφει ο Κασομούλης.

Γεώργιος Καραϊσκάκης (1780 ή 1782 – 1827)
πίνακας του Διονυσίου Τσόκου
από τη Βικιπαίδεια
Και η κατάληξη της «δίκης» – παρωδίας:
«Ο Διευθυντής (Μαυροκορδάτος) κοινοποίησεν ότι ο Καραϊσκάκης είναι ένοχος προδοσίας κατά τας εξομολογήσεις του Βουλπιώτου… Εξεδόθη προκήρυξη εις τας 2 Απριλίου 1824. Αντεγράφη και ετοιχοκολλήθη».
Στην «Προκήρυξη των εγκλημάτων του Καραϊσκάκη», που την υπογράφουν ο Μαυροκορδάτος και οι περισσότεροι καπετάνιοι της Δυτικής Χέρσου Ελλάδος, ο ήρως γνωρίζεται «ως επίβουλος της πατρίδος και προδότης».
Σύμφωνα μ’ αυτήν δίνεται προσταγή στον Καραϊσκάκη να αναχωρήσει αμέσως «μόλον όπου είναι ασθενής… Αν μετανοήσει και επιστρέψει εις τα χριστιανικά και ελληνικά χρέη του, η πατρίς θέλει λάβει την ευχαρίστησιν ότι τον εκέρδισεν…»
Και η προκήρυξη καταλήγει:
«Ειδοποιήστε άπαντες (οι πολίτες) διά του παρόντος ότι ο Καραϊσκάκης είναι διωγμένος από την πατρίδα του και δεν έχει καμίαν εξουσίαν παρά της Διοικήσεως. Μάλιστα εστερήθη όλων των βαθμών και αξιωμάτων ως αμαρτήσας… Πάντες οι Έλληνες να απομακρυνθούν της συναναστροφής του και να τον στοχασθούν ως εχθρόν, ενόσω να μετανοήση και προσπέση εις το έλεος του έθνους και ζητήση συγχώρεσιν».
Μετά την τοιχοκόλληση και τη δημοσίευση της προκήρυξης στα «Ελληνικά Χρονικά», ο Καραϊσκάκης ζήτησε διορία 5-6 ημερών να παραμείνει στο Αιτωλικό για να προετοιμάσει την αναχώρησή του. «Δεν του εσυγχωρήθη παρά σαράντα οχτώ ώρες μόνον».
Φεύγοντας με 80 στρατιώτες λέει δημόσια στους καπετάνιους που τον καταδίκασαν και στον Μαυροκορδάτο:
-Αδελφοί καπιτάνιοι, αν με καταδικάσατε δικαίως ο Θεός να με το στείλη στο κεφάλι ευθύς, κι αν αδίκως, ογλήγορα να σας το πέμψη εις το δικόν σας κεφάλι.
Και στο διευθυντής Δ. Χ. Ελλάδος:
-Ε, ωρέ Μαυροκορδάτε, εσύ την προδοσίαν μου με την έγραψες εις το χαρτί και εγώ ογλήγορα ελπίζω να σου τη γράψω εις το μέτωπόν σου για να φανής ποιος είσαι.
Κι εκτύπησεν το μέτωπόν του με τα τέσσερα δάκτυλα δείχνοντάς τον.
-Εδώ! λέει.
Από το Αιτωλικό οι στρατιώτες του τον μεταφέρουν λόγω της κατάστασης της υγείας του… με φορείο! (ένα ξυλοκρέβατο που το κουβαλούν τέσσερις). Προσπαθούν να φτάσουν στα λημέρια των Αγράφων. Στην πορεία τους απ’ τα διάφορα χωριά οι αρχικά 80 πολεμιστές γίνονται… 1500! Έφευγαν από τα σπίτια τους και τον ακολουθούσαν. Τέτοια λατρεία του είχαν.
ΝΙΚΟΣ ΒΑΡΔΙΑΜΠΑΣΗΣ “Ο ΓΙΟΣ ΤΗΣ ΚΑΛΟΓΡΙΑΣ: ΖΩΗ ΚΑΙ ΘΑΝΑΤΟΣ”
εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ: ΙΣΤΟΡΙΚΑ, 28/3/2002

Το στρατόπεδο του Καραϊσκάκη στην Καστέλα
Θεόδωρος Βρυζάκης
από την Βικιπαίδεια
Το 1827 η ελληνική  επαναστατική κυβέρνηση αποφάσισε να πάψει τον Καραϊσκάκη από αρχιστράτηγο και να αναθέσει στους Άγγλους Τσωρτς και Κόχραν την αρχιστρατηγία του στρατού και του στόλου αντίστοιχα. Η απόφαση αυτή στάθηκε καταστροφική για την Ελλάδα, αφού οδήγησε στο θάνατο του Καραϊσκάκη και στη σφαγή του ελληνικού στρατού στον Ανάλατο.
Στο άκουσμα της απόφασης ένας μόνο χάρηκε: 
Εις μόνον εχάρη, ο Κιουταχή Πασιάς και ενθαρρυνθείς ήρχισε τας εργασίας του ζωηρότερα. Το στρατόπεδον του Πειραιώς, με το άκουσμα τούτο ενεκρώθη.
ΚΑΡΠΟΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ “ΑΠΑΝΘΙΣΜΑ”
από το βιβλίο του ΔΗΜΗΤΡΗ ΣΤΑΜΕΛΟΥ “Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗ”
Εκδόσεις ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ
Ο Μακρυγιάννης σχολιάζει με τον τρόπο του την απόφαση:
Έφκιασαν τη Συνέλεψη, διόρισαν τον ναύαρχον τον νέον, ότι γέρασε ο Μιαούλης, τον αρχιστράτηγο, ότι δεν δύναται ο Καραϊσκάκης, και γράψαν μια διαταγή εις τον Καραϊσκάκη οι καλοί πατριώτες και τόλεγαν ότι κιντύνευε η πατρίς, όταν νάστιβε ο Καραϊσκάκης και οι σύντροφοί του τα πουκάμισά τους, εκίναγε το αίμα από την Αράχωβα, από τον Έπαχτο, από το Δίστομον κι από τον καθημερινό πόλεμο, τότε έγραψαν του Καραϊσκάκη και τόπαιρναν τα συχαρίκια ότι διόρισαν τον Τζούρτζη -κι αυτός να είναι εις την οδηγίαν του. Στοχαστείστε, εσείς οι αναγνώστες. Αυτείνη την εποχή ποιος είχε γνώση διά να σώση την πατρίδα -και ποιος να την χάση. Με τόση δύναμη ο Καραϊσκάκης δεν την έφκειανε φλούδα όλους αυτούς.
ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ “ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ”
από το βιβλίο του ΔΗΜΗΤΡΗ ΣΤΑΜΕΛΟΥ “Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗ”
Εκδόσεις ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ
Για τους δύο Άγγλους στρατιωτικούς γράφει ο Λάμπρος Κουτσονίκας:
Οι δύο ούτοι διορισθέντες αρχηγοί επί των κατά ξηράν και θάλασσαν ελληνικών δυνάμεων, αντί να επιφέρουν όφελος, έφεραν βλάβην, μάλιστα ο του στόλου (εννοεί τον Κόχραν) έγινεν αίτιος της φθοράς τόσου στρατού και τόσων αρχηγών, ώστε τοσούτοι δεν εχάθησαν εν όλη την επαναστάσει…
Ο Καραϊσκάκης μετά των Ελλήνων ήξευρε να πολεμή τους εχθρούς. Αυτός εδείχθη παντού νικητής, αλλ’ ατυχώς την εξουσία αυτού την ανέθεσαν εις άλλον, και απ’ αυτόν πάλιν την εσφετερίσθη θαλάσσιον άπειρος των μαχών των Οθωμανών, και ούτως απωλέσθησαν τόσοι άριστοι αρχηγοί της Ελλάδος, το άνθος του στρατού, και η Ακρόπολις αύτη.
ΛΑΜΠΡΟΣ ΚΟΥΤΣΟΝΙΚΑΣ “ΓΕΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ”
από το βιβλίο του ΔΗΜΗΤΡΗ ΣΤΑΜΕΛΟΥ “Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗ”
Εκδόσεις ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ
Ο Κάρπος Παπαδόπουλος εξηγεί το κίνητρο που έκανε τους Έλληνες στρατιώτες να παρατήσουν τον Καραϊσκάκη και να συγκροτήσουν το στρατό του Τσωρτς:
Ο δε νέος στρατάρχης Ζωρζ έστησε το στρατόπεδό του πέριξ της Καλαβρίας (νήσος Πόρος) και από τας πρώτας ημέρας της στραταρχίας του, ήρχισε να διαλύη το εν Πειραιεί μέγα και θαυματουργόν στρατόπεδον του Καραϊσκάκη. (…) Οι εν Πειραιεί Έλληνες όθεν, ακούσαντες ότι ο Ζωρζ δίδει μισθόν, παρέλειπον τας μαχίμους θέσεις των και μετάβαινον εις τον Πόρον υπό μισθόν.(…)
Ο Ζωρζ αφού επηύξησε το Σώμα του έως 2.000, εξήρχετο συνεχώς προς επιθεώρησιν αυτού και θωπεύον ένα ένα έκαστον στρατιώτην, του έλεγε: “μπράβο, μπράβο ήρωα! έλαβες τον μισθόν σου;” Ο δε απεκρίνετο: “Ναι, αφέντη, τον έλαβα, να ζήσης χίλια χρόνια. Ένα χρόνο, αφέντη, έτρεχα κατόπιν του Καραϊσκάκη και παρά δεν έλαβα. Ο Θεός να σε πολυχρονίση, αφέντη!”
ΚΑΡΠΟΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ “ΑΠΑΝΘΙΣΜΑ”
από το βιβλίο του ΔΗΜΗΤΡΗ ΣΤΑΜΕΛΟΥ “Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗ”
Εκδόσεις ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ
Η μάχη στον Ανάλατο κατέληξε σε τραγωδία για τους Έλληνες, λόγω της απρονοησίας των Άγγλων στρατιωτικών που επέλεξαν την κατά μέτωπο επίθεση, ενώ ο Καραϊσκάκης πίστευε πως έπρεπε να επιλέξουν τον πόλεμο χαρακωμάτων. Λίγο πριν την έναρξη της μάχης, οι Έλληνες πολιορκούμενοι στην Ακρόπολη προσπαθούσαν να δουν τι γίνεται στη μάχη:
Ο Φαβιέρος λαβών τηλεσκόπιον και εμβλέψας επί της τοποθετήσεως ταύτης των ελληνικών στρατευμάτων είπε παρουσία πάντων: “Οι καλοί άνθρωποι ούτοι εντός ολίγου θα απωλεσθώσιν”. Αγνοών δε τον θάνατο του Καραϊσκάκη, εξέφραζε την απορίαν του περί της αταξίας και απρονοησίας ταύτης, λέγων ότι ουδέποτε επίστευεν ότι ο Καραϊσκάκης ήθελεν υποπέσει εις τοιαύτα και τοσαύτα στρατιωτικά αμαρτήματα”
ΧΡΗΣΤΟΣ ΒΥΖΑΝΤΙΟΣ “ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΙΝ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΩΝ ΚΑΙ ΜΑΧΩΝ”
από το βιβλίο του ΔΗΜΗΤΡΗ ΣΤΑΜΕΛΟΥ “Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗ”
Εκδόσεις ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ
Τελειώνουμε με μια διήγηση του Δρόσου Κόκκινου, αγωνιστή του ’21:
Ήμην εις την σκηνήν του Καραϊσκάκη και υπηρέτουν αυτόν συντρώγοντα μετά του Γενναίου -του υιού του Θ. Κολοκοτρώνη- ότε ήκουσα τον εξής διάλογον:
-Γενναίε, του λέγει ο Καραϊσκάκης, να μου κάνης την χάριν να μην εκτίθεσαι εις τας μάχας.
-Συ, γιατί εκτίθεσαι; του λέγει ο Γενναίος.
-Έτσι το λέω κι έτσι είναι, απήντησεν ο Καραϊσκάκης. Αν πας εσύ, πάει ο Γέρος. Και αν πάη ο Γέρος πάει η Ελλάς, ενώ σαν εμένα έχει και άλλους το έθνος.
“Η ΔΙΚΗ ΤΟΥ Θ. ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ” Εκδόσεις ΜΕΡΜΗΓΚΑΣ
Ο Δρόσος Κόκκινος, αγωνιστής του ’21 αφηγείται την παρακάτω σκηνή:Ήμην εις την σκηνήν του Καραϊσκάκη και υπηρέτουν αυτόν συντρώγοντα μετά του Γενναίου -του υιού του Θ. Κολοκοτρώνη- ότε ήκουσα τον εξής διάλογον: «Γενναίε, του λέγει ο Καραϊσκάκης, να μου κάνης την χάριν να μην εκτίθεσαι εις τας μάχας». «Συ, γιατί εκτίθεσαι;» του λέγει ο Γενναίος. «Έτσι το λέω κι έτσι είναι, απήντησεν ο Καραϊσκάκης. Αν πας εσύ, πάει ο Γέρος. Και αν πάη ο Γέρος πάει η Ελλάς, ενώ σαν εμένα έχει και άλλους το έθνος».
«Η ΔΙΚΗ ΤΟΥ Θ. ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ» Εκδόσεις ΜΕΡΜΗΓΚΑΣ

«Με την ιδέαν ότι είμεθα ελεύθεροι» 
Ο Θ. Πέτρου γράφει για την τυχαία συνάντηση Καραϊσκάκη – Κιουταχή κατά τη διάρκεια της ελληνικής επανάστασης: Μια δυο μέρες ύστερα από τη μάχη του Χαϊδαρίου, ο Καραϊσκάκης ανταμώθηκε τυχαία με τον Κιουταχή πάνω στη γαλλική φρεγάτα του ναύαρχου Δεριγνί, που ήταν αραγμένη στον Πειραιά. Ο Κιουταχής με τον Ομέρ Πασά της Χαλκίδας είχαν πάει να δουν το ναύαρχο. Δεν πρόφτασαν να κατέβουν στη σάλα και φτάνει ο Καραϊσκάκης με το Χρηστίδη, με μια βάρκα ελληνική που την είχε στις προσταγές του. Λένε, πως επίτηδες ο Δεριγνί τάχε κανονίσει έτσι, για να ανταμωθούν οι δυο αρχιστράτηγοι. Και πως αυτό του το είχε ζητήσει ο Κιουταχής. Ταράχτηκε ο Καραϊσκάκης, μόλις είδε κει τον Κιουταχή, κι αμέσως έπιασε το σπαθί του κι είπε στο Χρηστίδη: Ωρέ Χρηστίδη, μη μας κάνουν καμιά μπαμπεσιά; Τον καθησύχασε ο Χρηστίδης. Κι ο Κιουταχής όμως ταράχτηκε καθώς είδε τον Καραϊσκάκη. Χαιρέτησε ο Καραϊσκάκης τον Κιουταχή κατά την τουρκική συνήθεια (με την παλάμη στο στήθος) και κάθισε. Χαιρέτησε κι ο Κιουταχής με το κεφάλι αγέρωχος, και μίλησε πρώτος αρβανίτικα. -Τι κάμνεις, ωρέ Καραϊσκάκη; Έλπιζα ναρθείς στα Μπιτόλια να με προσκυνήσεις και να σου δώσω όλα τα βιλαέτια, από την Αθήνα ως την Άρτα. -Εγώ να σε προσκυνήσω; του αποκρίνεται ο Καραϊσκάκης. Ρούμελη Βαλεσής εσύ, Ρούμελη Βαλεσής και γω. Κι αν ήξερε η Διοίκησή μου ότι κρένουμε τώρα μαζί, με κρέμαγε και μένα και δεκαπέντε χιλιάδες στρατεύματα, που έχω στη Λεψίνα. -Και πώς μπορεί να σε κρεμάσει; -Αμ δε σε κρεμάει εσένα ο Σουλτάνος, όταν θέλει; Ναι ή όχι; -Ναι, γιατί τον έχω βασιλιά. -Λοιπόν με κρεμάει κι εμένα, γιατί την έχω βασίλισσα! Χαμογέλασε ο Κιουταχής. Σηκώθηκε πρώτος κι έφυγε από τη φρεγάδα. Την άλλη μέρα έστειλε στον Καραϊσκάκη καφέ, ζάχαρη και καπνό. Ο Καραϊσκάκης τούστειλε ένα φόρτωμα κρασί. Τρεις μέρες αργότερα έγραφε στον Κολοκοτρώνη: «Κατά περίστασιν ανταμωθήκαμεν εις την φρεγάταν του Δεριγνί την δευτέραν μέραν της υστερινής μάχης. Κατ’ αρχάς εξιπάσθην, ογλήγορα όμως εφιλιωθήκαμεν και ελπίζω να του κοστίση η φιλία μου. Είπαμε πολλά, εκείνος με την ιδέαν ότι έχει ραγιάδες και Έλληνας και εγώ με την ιδέαν ότι είμεθα ελεύθεροι».
από το βιβλίο του ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΗ ΗΛ. ΠΕΤΡΟΥ «ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗΣ» Έκδοση Ι. Μ. Αγίου Γεωργίου Μαυρομματίου Καρδίτσης


Ν. Πλακίδας