27 Μαρτίου 2014

Η έξοδος του Μεσολογγίου ( πληρης ταινία του 1965) - Αφιέρωμα στο 1821 ....Το ψυχορράγημα των Ελεύθερων Πολιορκημένων.

Οι τελευταίες μέρες της ιστορικής πολιορκίας του Μεσολογγίου. Η ταινία απεικονίζει ανάγλυφα την όλη κατάσταση που επικρατούσε στην πόλη, μετά την πολύμηνη πολιορκία των Τούρκων, και αφηγείται τη θαρραλέα προσπάθεια των υπερασπιστών της οι οποίοι επιχειρούν την ηρωική και απελπισμένη έξοδο.




 Η ηρωϊκή έξοδος του Μεσολογγίου

Το Μεσολόγγι κήρυξε την Επανάσταση στις 20 Μαΐου 1821. Η πρώτη πολιορκία του ξεκινά στις 25 Οκτωβρίου 1822 και λήγει στις 31 Δεκεμβρίου 1822 με σημαντικές απώλειες του εχθρού σε έμψυχο και άψυχο υλικό. Στις 15 Απριλίου 1825 αρχίζει η δεύτερη πολιορκία από τον Κιουταχή και ύστερα από ασφυκτική πολιορκία ενός έτους και μπροστά στον κίνδυνο της ατιμωτικής σκλαβιάς και του θανάτου από λιμό, αποφασίζεται η Έξοδος της Φρουράς τη νύχτα της 10ης Απριλίου 1826Από τα 10.500 περίπου άτομα που βρίσκονταν τότε στο Μεσολόγγι, οι 3.500 ήταν οπλοφόροι και ελάχιστοι απ’ αυτούς σώθηκαν ξεφεύγοντας από τον τουρκικό κλοιό μετά την προδοσία του σχεδίου τους. Γυναικόπαιδα και γέροι που δεν μπορούσαν να πολεμήσουν και έμειναν στην πόλη κλείστηκαν στις μπαρουταποθήκες με τον Καψάληκαι τον Δεσπότη Ιωσήφ και βάζοντας φωτιά στο μπαρούτι ολοκλήρωσαν τη θυσία του Μεσολογγίου.
Η νύχτα της Εξόδου θα μείνει για πάντα στην ιστορία σαν σύμβολο εθελούσιας θυσίας στο βωμό της Ελευθερίας.
Η νύχτα αυτή είναι μία από τις ιστορικότερες για την ανθρωπότητα. ΤοΜεσολόγγι συμβολίζει από τότε την ελευθερία και τον ηρωισμό και έχει αποτελέσει πηγή έμπνευσης πολλών μεγάλων δημιουργών απ’ όλον τον κόσμο (Βύρωνας, Γκαίτε, Ουγκώ, Ντελακρουά, Ντελανσάκ). Εκεί, άφησε την τελευταία τoυ πνoή o Λόρδoς Βύρων πρoσφέρoντας σημαντικές υπηρεσίες στoν Αγώνα των “Ελευθέρων Πoλιoρκημένων”.
Λεπτομέρειες για τη δωδεκάμηνη πολιορκία αντλούνται κυρίως από απομνημονευματογράφους. Βεβαίως και από τα έγγραφα, και ειδικά από την «Aλληλογραφία Φρουράς Mεσολογγίου 1825-26» (ένα «σώμα» από τέσσερις περίπου εκατοντάδες κείμενα, που εκδόθηκαν συγκεντρωμένα το 1963).
«Εσφαξαν ένα γαϊδουράκι…»

Πρώτη πηγή είναι ο N. Kασομούλης (1792-1872). O 29χρονος τότε αγωνιστής μετά την επαναστατική του δράση στη Δ. Mακεδονία, βρίσκεται στο πολιορκημένο Mεσολόγγι. Nα υπενθυμίσουμε ότι ανάμεσα στις 2.701 χειρόγραφες σελίδες, που συγκρότησαν τα τρίτομα«Στρατιωτικά ενθυμήματά» του, που εξέδωσε το 1939 ο Γ. Bλαχογιάννης, βρίσκεται και η απόφαση της Eξόδου. Oταν οι οπλαρχηγοί πήραν την ηρωική απόφαση ομοφώνως «… θεωρούντες ότι εξέλιπεν κάθε ελπίς βοηθείας και προμηθείας τόσον από την θάλασσαν καθώς και από την ξηράν…», τη συνέταξε ο εγγράμματος επίσκοπος Pωγών Iωσήφ και την υπαγόρευσε στον Kασομούλη.
«Aπό τα μέσα Φεβρουαρίου 1826 άρχισαν πολλαίς φαμελλιαίς νά υστερούνται τό ψωμί. Mία Mεσολογγίτισσα, ήτις περιέθαλπεν ασθενή καί τόν αυτάδελφόν μου Mήτρον, ετελείωσεν τήν θροφήν της, καί μυστικά, μαζύ μέ δύο φαμελλιαίς Mεσολογγίτικες, έσφαξαν ένα γαϊδουράκι, πωλάρι πού τό έφαγαν. Tαίς ηύρα οπού έτρωγαν. Eρώτησα πού ηύραν τό κρέας, καί τρόμαξεν η ψυχή μου όταν ήκουσα ότι ήτο γαϊδούρι. 
Mία συντροφιά στρατιωτών Kραβαριτών είχεν έναν σκύλον καί, κρυφά καί αυτοί, τόν έσφαξαν καί τόν μαγείρευσαν. Eμαθητεύθη καί τούτο. Hμέραν παρ ημέραν αυξάνουσα η πείνα, έπεσεν καί η πρόληψις καί όλα τού να τρώγουν ακάθαρτα, καί άρχισαν αναφανδόν πλέον νά σφάζουν άλογα, μουλάρια, γαϊδούρια καί ακόμη νά τά πωλούν μιά λίρα τήν οκά οι ιδιοκτήται των καί πού να προφθάσουν: Tρείς ημέραις επέρασαν καί ετελείωσαν καί αυτά τά ζώα… Aρχίσαμεν, περί τάς 15 Mαρτίου, ταίς πικραλήθραις, χορτάρι τής θαλάσσης. Tό εβράζομεν πέντε φοραίς έως ότου έβγαινεν η πικράδα, καί τό ετρώγαμε μέ ξείδι καί λάδι ωσάν σαλάτα, αλλά καί μέ ζουμί από καβούρους ανακατωμένον καί τούτο. Eδόθησαν καί εις τούς ποντικούς, πλήν ήταν ευτυχής όστις εδύνατο νά πιάση έναν. Bατράχους δέν είχαμε κατά δυστυχίαν..».

«Πολλοί επροτίμησαν να ταφώσιν υπό τα ερείπια»
Δεύτερη «ζωντανή» πηγή είναι ο Aρτέμιος Mίχος (1803-1873). O Γιαννιώτης αγωνιστής βρέθηκε στο πολιορκημένο Mεσολόγγι από τον Aπρίλιο του 1825 μέχρι τον επόμενο Iανουάριο. Kρατούσε ημερολογιακές σημειώσεις, τις οποίες και δημοσίευσε με τον τίτλο «Σύντομος περιγραφή εν είδει ημερολογίου των αξιολογοτέρων συμβάντων της B Πολιορκίας του Mεσολογγίου, αρχομένη από 12ης Aπριλίου 1825 και λήγουσα την 25η Iανουαρίου 1826». Στο δεύτερο μέρος, με τον τίτλο «Tα κατά την πολιορκίαν του Mεσολογγίου αφ ης εποχής, ένεκα των περιστάσεων, έπαυσεν εκδιδομένη η εφημερίς Tα Eλληνικά Xρονικά», εκθέτει και τα γεγονότα της Eξόδου.
«Kανονισθέντος του σχεδίου της εξόδου έκαστος απήλθεν εις την θέσιν του και ήρχισαν αι της εξόδου προπαρασκευαί μεθ όλης της ησυχίας, αλλά και μεθ όλης της δραστηριότητος. Mετ΄αγαλλιάσεως δε έβλεπε τις εις τα πρόσωπα της ηρωικής εκείνης φρουράς ζωγραφισμένον τοθάρρος, την απόφασιν και την πεποίθησιν εις την βοήθειαν του Θεού περί της επιτυχίας του μεγάλου έργου το οποίον ετοιμάζοντο να επιχειρήσωσιν. Yπήρχον τότε εν τω φρουρίω έως 300 ασθενείς και πληγωμένοι. Πολλοί εκ τούτων, επροτίμησαν να ταφώσιν υπό τα ερείπια της ενδόξου πόλεως και ούτω οχυρωθέντες εις τας ισχυροτέρας οικίας να πωλήσωσιν ακριβά το αίμα των…».
«Επέσαμεν εις τα περιχαρακώματα»
Eπιστολή Nότη Μπότσαρη, Kίτσου Tζαβέλα, Φωτομάρα, Δ. Mακρή κ.ά. οπλαρχηγών προς την κυβέρνηση δύο μέρες μετά την Eξοδο.
«Mε την ελπίδα να μας καταφθάσουν τα καράβια και να μας μπάσουν ζαερέν (εφόδια και τροφές) εφθάσαμεν εις την αθλιοτάτην κατάστασιν… Tα καράβια δε τα ελληνικά μίαν φοράν εφάνησαν εις τον λιμένα μας και επειδή ήταν ολίγα, όχι (μόνον) δεν έβλαψαν τον εχθρόν, αλλά και εδιώχθησαν. Kαι επεριμέναμεν οκτώ ημέρας τρώγοντες θαλάσσια χόρτα και πλέον δεν τα ματαείδαμεν. Eφθασε να πεθαίνουν και από εκατόν πενήντα την ημέραν.Δια να μην χαθεί όμως με την ολότητα το στρατιωτικόν, απεφασίσαμεν να εβγούμεν με έξοδον με τα σπαθιά εις τα χείρας, να εβγάλωμεν και όλον το αδύνατον μέρος και όποιος γλυτώσει, πράγμα οπού δεν έγινε ποτέ εις τον κόσμον. Λοιπόν εις τα 10 του παρόντος, το βράδυ τας τρεις ώρας της νυκτός, εκάμαμεν την έξοδον, μέσον τα γεφύρια και επέσαμεν εις τα εχθρικά περιχαρακώματα… Eπλέχθημεν όμως εις τον κάμπον και πολεμούντες ετραβούμαν προς το βουνό. Eβάσταξεν ο πόλεμος εξ ώρας….».
«… Και τότε έδωσε πυρ»
  Tρίτη πηγή είναι ο αγωνιστής Σπυρομήλιος (1800-1880). O αγωνιστής από τη Xιμάρα ήταν ένας από τους λίγους σπουδαγμένους στρατιωτικούς της επανάστασης (10 χρόνων είχε σταλεί στην Iταλία να σπουδάσει στρατιωτικά). Aπό το τέλος του 1825 μαχόταν στο Mεσολόγγι και τον Iανουάριο του 1826 ήταν μέλος της επιτροπής των πολιορκημένων που στάλθηκε στο Nαύπλιο για να ζητήσει ενισχύσεις από την κυβέρνηση. Eπέστρεψε από εκεί τις τελευταίες μέρες της πολιορκίας, αλλά δεν στάθηκε δυνατό να μπει στην πόλη. Παρακολουθούσε την Eξοδο από «το όρος Πεταλά, απ όπου φαίνεται το Mεσολόγγιον». Στα απομνημονεύματά του με τον τίτλο το «Xρονικό τουMεσολογγίου 1825-1826» παραθέτει πληροφορίες από «εξοδίτες».
«Eίδομεν ότι εκαίοντο όλαι αι γύρωθεν του φρουρίου καλύβαι της φρουράς. Πόλεμος εκ μέρους του στολίσκου εις Aνεμόμυλον, πόλεμος ηκούετο εις διάφορα μέρη της πόλεως και τα τουρκικά κανονοστάσια εκανονοβόλουν προς την πόλιν. Tαύτα μας έδιδον να καταλάβωμεν ότι έπεσε το Mεσολόγγιον, ότι οι Tούρκοι εκυρίευσαν το φρούριον κι ότι οι Eλληνες κατέφυγον εις τινα οσπίτια και αντέχουν διά να αποθάνουν πολεμώντας… Eν τοσούτω εντός της πόλεως ο πόλεμος διήρκεσεν τρεις ημέρας. Eπολέμουν εις τα οσπίτια έως ότου είχον πολεμοφόδια και όταν τα ετελείωσαν έδιδον πυρ εις το οσπίτιον και εκαίοντο. O Xρήστος Kαψάλης έβγαζεν τας γυναίκας εις τα παράθυρα διά να τας ιδώσιν οι Tούρκοι και εκ τούτων να παρακινηθώσιν να έμβουν. Aφησεν ούτως ώστ εσυνάχθησαν πλήθος Tούρκων και τότε έδωσε πυρ εις την πυριτααποθήκην, οπού ήσαν τεσσαράκοντα κιβώτια πυρίτιδας και ούτως απέθανεν ενδόξως και αυτός, έσωσεν από την αιχμαλωσίαν και την ατιμίαν τόσας ψυχάς, συνεπιφέρων τον θάνατον και εις πλήθος Tούρκων… Oύτως έπεσε το Mεσολόγγιον μετά δωδεκάμηνον στενήν πολιορκίαν».
Αποσπάσματα εγγράφων από άρθρο του Τάκη Κατσιμάρδου που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “Ημερησία” 8/4/2006 

Πηγή: ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ & ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ



Είχαν γαλουχηθεί με τα νάματα της Ορθόδοξης Εκκλησίας, με τη ακλόνητη πίστη στη συνέχεια του Ελληνισμού και είχαν τη δύναμη να βάζουν το εμείς πάνω από το εγώ. Δυστυχώς αυτά τα ιδανικά λείπουν στις ημέρες μας. Έτσι κατρακυλάμε συνεχώς σε ένα κατήφορο υλισμού και ευδαιμονισμού και ζούμε μία πολύπλευρη κρίση.
Κατά τις τελευταίες δεκαετίες η κοινωνία μας αφέθηκε ή καθοδηγήθηκε να ξεχάσει τον αγώνα και την πίστη των Ελευθέρων Πολιορκημένων και έπεσε στην παγίδα του άκρατου καταναλωτισμού, του υπερδανεισμού, του ωφελιμισμού και του ωχαδελφισμού. Η τηλεόραση και το σχολείο άφησαν στο περιθώριο τους ήρωες των ειρηνικών και πολεμικών περιόδων και πρόβαλαν συστηματικά τον τυχοδιωκτισμό, την υπονόμευση του θρησκευτικού συναισθήματος, τον χλευασμό του εθνικού συναισθήματος και ροκάνισαν τις παραδοσιακές αξίες σαν δήθεν ξεπερασμένες. Διαβάζοντας σήμερα για το ήθος και το πνεύμα των πολιορκημένων και πολύ ορκισμένων του Μεσολογγίου τα παιδιά μας ίσως αναρωτηθούν: Τι σχέση έχουν αυτά τα ρομαντικά και τα ιδεαλιστικά με την πεζή πραγματικότητα που θα συναντήσουν στη ζωή τους; Κι όμως πιστεύω ότι παράλληλα με τον ρεαλισμό και το προσγειωμένο μυαλό, που πρέπει να έχουν μπροστά στην καθημερινότητα, καλό θα ήταν να παίρνουν και ορισμένα διδάγματα ήθους και αρετής από την Έξοδο του Μεσολογγίου. Για να μην γίνει η ζωή μας κόλαση ατομοκεντρισμού και εγωισμού και για να μην καταλήξουμε να τρωγόμαστε μεταξύ μας κατά το παλιό λατινικό ρητό «Ηomohominis lupus» (ο άνθρωπος φέρεται σαν λύκος απέναντι στους άλλους ανθρώπους).
Μία έξοδο αναζητούμε και σήμερα. Έξοδο από την κρίση των υλιστικών συμφερόντων και είσοδο σε μία κοινωνία αρχών και αξιών. Καλή Ανάσταση!
Κωνσταντίνος Χολέβας-Πολιτικός Επιστήμων




Μέσα του Μάρτη του 1826.
Το Μεσολόγγι μήνες κυκλωμένο από τούρκικα ασκέρια.
Έχουν καταναλωθεί όλα τα τρόφιμα, δεν υπάρχει ίχνος τροφής.
Η πείνα απλώνεται απ’ άκρη σ’ άκρη.
Σκύλοι, ποντίκια και γάτες, που πριν μερικές μέρες θεωρούνταν πολυτελής τροφή έχουν εξαφανιστεί.
Δρόμο να σχίσουν τα σπαθιά κι ελεύθεροι να μείνουν.

Στη λιμνοθάλασσα τα λιγοστά ψάρια λάκισαν κι’ αυτά από τους κρότους των πυροβόλων. Αλλά και ένοπλα τουρκικά πλοιάρια δυσκόλευαν την αλιεία.
Ο Σπ. Τρικούπης γράφει: «Οι καρκίνοι (τα καβούρια) και αι φυόμεναι εν τη λίμνη αλμύραι ηγοράζοντο πολλάκις δι’ αίματος εξ’ αιτίας των περιφερόμενων παρά την πόλιν εχθρικών πλοιαρίων.»
Με απόφαση της Επιτροπής διορίζεται μια επιτροπή με αντικείμενο να ερευνήσει όλα τα σπίτια μήπως και βρει κρυμμένα τρόφιμα.
Ο σωματάρχης Γ. Βάγιας και ο αξιωματικός του, Γούλας Ρεντικιώτης ερευνώντας το σπίτι μιας οικογένειας από το Ζυγό βρήκε κρυμμένο μηρό και άλλα μέλη από μικρό παιδί. Έφριξε μπροστά στο αποκρουστικό θέαμα και ρωτώντας τον νοικοκύρη, πληροφορήθηκε ότι το παιδί είχε πεθάνει από την πείνα και το χρησιμοποίησαν για τροφή των υπολοίπων γιατί στο σπίτι δεν υπήρχε ίχνος άλλης τροφής!
Ο Κ. Α. Στασινόπουλος γράφει:
«Αλλά και εγώ ήκουσα γέροντα αγωνιστή να λέγη ότι εις έν άκρον της πόλεως όπου πυκνωθείσα η θάλασσα εσχημάτισεν άλμην, είχαν αποθέσει εντός της άλμης τα μηριά φονευθέντος Αράπη και τα εχρησιμοποίησαν ως τροφήν των.»
Παραστατικότερα αναφέρεται στα απίστευτα αυτά γεγονότα ο Νικόλαος Κασομούλης:
«Από τα μέσα Φεβρουαρίου 1826 άρχισαν πολλαίς φαμελλιαίς να υστερούνται το ψωμί. Μια Μεσολογγίτισσα, Βαρβάρηνα ωνομάζετο, ήτις περίθαλπεν ασθενήν και αυτάδελφόν μου Μήτρον, ετελείωσεν την θροφήν της και μυστικά μαζί με άλλαις δύο φαμελλιαίς Μεσολογγίτικες, έσφαξαν ένα γαϊδουράκι, πωλάρι και το έφαγαν.
Ταις ηύρα οπού έτρωγαν, ερώτησα που ηύραν το κρέας, και τρόμαξεν η ψυχή μου όταν άκουσα ότι ήτον γαϊδούρι.
Μια συντροφιά στρατιωτών Κραβαριτών είχεν ένα σκύλον και, κρυφά και αυτοί τον έσφαξαν και τον μαγείρευσαν. Εμαθητεύθη και τούτο.
Ημέραν παρ’ ημέραν αυξάνουσα η πείνα, έπεσεν και η πρόληψις και όλα του να τρώγουν ακάθαρτα, και άρχισαν αναφανδόν πλέον να σφάζουν άλογα, μουλάρια και γαϊδούρια, και ακόμη να τα πωλούν μία λίρα την οκά οι ιδιοκτήται των και πού να προφθάσουν;
Τρεις ημέρες απέρασαν, και ετελείωσαν και αυτά τα ζώα.
Εδιορίσθη επιτροπή, εξετάσασα κατά σειράν όλας τας οικίας, μόλις ηύρεν 1200 οκάδες αλεύρι. Τούτο εμοιράσθη με έν φλιτζιάνι ως μέτρον. Εμοίρασαν και από εν φλιτζιάνι κουκκιά. Άρχισαν λοιπόν να σμίγουν ετούτο το ολίγον κουκκί και αλεύρι εις την τέντζερην και να βάνουν μέσα και καβούρους στουμπίζοντές τους.
Ο συνεργάτης του κυρίου Μεσθενέα τυπογράφου, καθήμενος εις την οικίαν μας, έσφαξεν και έφαγεν μία γάταν, και έβαλεν τον ψυχογυιόν του Στορνάρη και εσκότωσαν άλλην μίαν.
Τούτος υπέμνησεν εις τους άλλους να πράξουν το ίδιον, και εις ολίγαις ημέραις γάτα δεν έμεινεν.
Ο Αγιομαυρίτης ιατρός Π. Στεφανίτσης εμαγείρευσεν τον σκύλον του με λάδι, από το οποίον είχαμεν αρκετόν, και επαινούσεν το φαγί του ότι ήτο το πλέον νοστιμώτερον.
Οι στρατιώται πλέον αυθαδίαζαν, και άρπαζαν οποιονδήποτε σκύλον ή γάταν εύρισκαν εις τον δρόμον.
Άλογα δεν είχαν μείνει άλλα παρά έν…
Εξετάζοντες εις τας οικίας ηύραν εις μιας γυναίκας Μισολογγίτισσας το σπίτι υποκάτω από το στρώμα έως 25 οκάδες αλεύρι. Τούτο έδωσεν αιτίαν να ξανακοιτάξουν και αυτά τα προσκέφαλα των σπιτιών.
Αρχίσαμεν, περί τας 15 Μαρτίου ταις πικραλήθρας, χορτάρι της θαλάσσης, το εβράζαμεν πέντε φοραίς έως ότου έβγαινεν η πικράδα, και το ετρώγαμεν με ξείδι και λάδι ωσάν σαλάτα, αλλά και με ζουμί από καβούρους ανακατωμένον και τούτο.
Εδόθησαν και εις τους ποντικούς, πλην ήτον ευτυχής όστις εδύνατο να πιάση έναν.
Βατράχους δεν είχαμεν, κατά δυστυχίαν.
Από την έλλειψιν της θροφής αύξαναν αι ασθένειαι, πονόστομος και αρθίτις.»
Ο στρατηγός Ν. Μακρής γράφει: « ….. ελάμβανον το ήπαρ εκ των φονευμένων και όντως κράσεως υγιούς, το ετηγάνιζον με έλαιον και έρριπτον ολίγον ξείδι, το τοιούτον δε παρασκεύασμα παρείχεν ευάρεστον τροφήν προς τους αγνοούντας την προέλευσίν του, ανεκτήν δε εις γνωρίζοντας ταύτην.»
Την κατάσταση της πόλης εκθέτει χαρακτηριστικά και ο εκδότης Των Ελληνικών Χρονικών Ιάκωβος- Ιωάννης Μάγερ: «Η νόσος αυξάνει έτι μάλλον τας δεινοπαθείας υπό των οποίων θλιβόμεθα, χίλιοι επτακόσιοι τεσσαράκοντα των αδελφών μας ετελεύτησαν και περίπου των εκατόν χιλιάδων σφαίραι κανονίων και βόμβαι, κατηδάφησαν τους προμαχώνας μας, και κατεκρήμνισαν τας οικίας μας, το δε ψύχος μας ενοχλεί υπερβολικώς, καθότι είμεθα διόλου υστερημένοι από ξύλα της φωτιάς.»
Ο Μένδελσον γράφει: «Πολλοί έπιπτον εν μέσω των οδών, καταλαμβανόμενοι υπό αιφνιδίων σπασμών, οι δε υγιείς επλανώντο με κοίλους τους οφθαλμούς και πελιδνοί ως φαντάσματα. Οι ασθενείς έμεναν απεριποίητοι και γυμνοί, ρυπαροί δε και φθειριώντες, εσήποντο ζωντανοί. Εις τους οφθαλμούς όλων εφαίνετο σταθερά και ακλόνητος απόφασις να υποστώσι τα έσχατα μάλλον παρά να παραδοθώσι.»
Μέσα σ’ αυτή την τραγική κατάσταση των Ελεύθερων Πολιορκημένων, στάθηκε πρόθυμος, αφιλοκερδής και ακούραστος γιατρός ο συμπατριώτης μας Πέτρος Στεφανίτσης.
Ο Γιάννης Βλαχογιάννης γράφει: «…. Ο Νότης Μπότσαρης τότε, δακτυλοδεικτών τον ιατρόν Πέτρον Στεφανίτσην, είπεν: Ιδού ο αξιώτερος όλων. Αυτός έκαμε όσα δεν εκάναμεν ημείς όλοι: επολέμα και ιάτρευε.»
Η κατάσταση μέσα στην ηρωική πόλη του Μεσολογγίου έχει φτάσει στο απροχώρητο.
Το μεσημέρι της 10ης Απριλίου του 1826 οι αρχηγοί της φρουράς συγκεντρώνονται προκειμένου να αποφασίσουν για την τύχη της πόλης.
Σε όλους είναι διάχυτη η αντίληψη και η πίστη ότι έχουν μείνει αβοήθητοι και έχουν εγκαταλειφθεί από όλους. Όλες οι προσπάθειες τους ήταν μάταιες.
Πρέπει να βρούνε μόνοι τους μια λύση αντάξια του Μεγάλου Αγώνα τους.
Δεν βλέπουν άλλη λύση από την Ηρωική Έξοδο!
Από τη στιγμή εκείνη τραγικά γεγονότα διαδραματίζονται στη πόλη. Ο Επίσκοπος Ρωγών Ιωσήφ κοινωνεί των αχράντων μυστηρίων τους Μεσολογγίτες.
Οι ασθενείς, οι τραυματίες και τα γυναικόπαιδα αποχωρίζονται με σπαραξικάρδιες σκηνές από τους πατέρες, συζύγους και αδελφούς, οι οποίοι θα εξέλθουν. Πολλές γυναίκες φορούν ανδρικά ρούχα και αρματώνονται για να πάρουν μέρος στην Έξοδο.
Μόλις πέφτει το βαθύ σκοτάδι αρχίζει η «έφοδος των Λεόντων» η Μεγάλη Έξοδος των Τιτάνων.
Το Μεσολόγγι πέφτει στα χέρια των Τούρκων. Όλη η πεδιάδα βράζει από τις ανταύγειες της φωτιάς. Μια πελώρια λαμπάδα σκορπίζει το φως της μέχρι το Βασιλάδι και τη Κλείσοβα. Μέσα στη πόλη οι τουφεκιές μοιάζουν σα χιλιάδες κωλοφωτιές.
Σπαραχτικές απελπισμένες φωνές τρόμου και φρίκης σκεπάζουν τα σπαραχτικά βογγητά των σφαζομένων γυναικόπαιδων.
Και μέσα σ’ αυτό το πανδαιμόνιο έλαμψε και τραντάχτηκε το Μεσολόγγι και η γύρω περιοχή από τις εκπυρσοκροτήσεις με την ανατίναξη της πυριτιδαποθήκης του Ανεμόμυλου και των λαγουμιών από τουςεθελοντές του θανάτου Καψάλη, Σουλιώτη, Διαμαντή και άλλων που εννοούσαν να θυσιάσουν ακριβά τη ζωή τους, θάπτοντας και πολλούς εχθρούς μαζί τους κάτω από τα ερείπια.
Πολλές γυναίκες καθώς καταδιώκονταν από τους αιμοσταγείς Τούρκους, Αλβανούς και Αραπάδες, έτρεχαν και έπεφταν μαζί με τα παιδιά τους από τις στέγες των σπιτιών τους, ενώ άλλες έπεφταν στις φλόγες ή βύθιζαν στα στήθια τους το μαχαίρι που κρατούσαν.
11 Απριλίου του 1826. Αυτοί από τη Φρουρά που κατάφεραν να σωθούν συγκεντρώθηκαν στην κορυφή του Αρακύνθου. Στο προσκλητήριο έλειπαν πάνω από 500 πολεμιστές. Από τα γυναικόπαιδα που βγήκαν και πέρασαν μέσα από τη φωτιά και το σίδερο σώθηκαν 11. Τα άλλα σκοτώθηκαν ή αιχμαλωτίσθηκαν.
Οι Ήρωες, εξαντλημένοι, απογοητευμένοι, πληγωμένοι και πεινασμένοι φτάσανε στη Δερβέκιστα. Από κει τα υπολείμματα της αδάμαστης Φρουράς κατευθύνθηκαν προς την Άμφισσα με βασική επιδίωξη τη διατροφή των σκελετωμένων σωμάτων τους και την περιποίηση των αρρώστων και τραυματιών. Κατά την πορεία αυτή πέθαναν από πείνα, από μόλυνση πληγών και από άλλες ασθένειες περί τους 600.
Αλλά το χειρότερο που δεν τιμάει κανένα ήταν η αισχρή εκμετάλλευση που υπέστησαν σ’ όλη τη διαδρομή από τους κατοίκους των γύρω χωριών.
Ο αγωνιστής Σπυρομίλιος γράφει: «… Οι διασωθέντες οχτακόσιοι τεσσαράκοντα άνθρωποι ήτον γυμνοί και είχον αδυνατήσει από την πείναν και τον κόπον τον πολύν, οι της Δερβάκιστας τους επώλουν εις τας πλέον υπερβολικάς τιμάς τα θρόφιμα, από τα οποία είχον ανάγκην δια να αναλάβουν τας δυνάμεις των.
Ο ιατρός Κύριος Στεφανίτσης, όστις διεσώθη από το Μεσολόγγιον, επειδή γυμνός, ηγόρασεν μίαν παλαιάν κάπαν, ήτις είχεν την τιμήν του ενός διστήλου, δια δίστηλα Ισπανικά πεντήκοντα.»
Τα ανθρώπινα αυτά λείψανα μετά από κοπιαστική πορεία έφθασαν στην Άμφισσα, όπου βρήκαν αυτό που ήθελαν, δηλαδή στέγη, τροφή, στοιχειώδη περίθαλψη και ανθρώπινη ζεστασιά.
Ο Αγιομαυρίτης Πέτρος Στεφανίτσης με τον θετό γιό του Νικόλαο ακολούθησε τον Καραϊσκάκη στην Αττική και πολέμησε στον κάμπο της Αθήνας, κάτω από την Ακρόπολη, επικεφαλής μιας ομάδας από τα Επτάνησα.
Αργότερα έγινε στενός φίλος του Ιωάννη Καποδίστρια και οργάνωσε το πρώτο Ελληνικό νοσοκομείο.
Το 1885 χάρισε στη Ριζάρειο Σχολή ένα εντυπωσιακό σπαθί που του είχε χαρίσει στο Μεσολόγγι ο λόρδος Βύρωνας. Στο σπαθί ήταν χαραγμένες δύο φράσεις:
«Δωρεά παρά του μακαρίτου λόρδου Μπάυρον εις τον δόκτορα Π.Δ. Στεφανίτσην. 1824 Μαρτίου 10 Μεσολόγγι.»
«Ο άνωθεν εξήλθε ξιφήρης. 10 Απριλίου 1826»
Φιλάνθρωπος, πατριώτης, πολεμιστής στάθηκε πάντα στο πλευρό κατατρεγμένων και ρακένδυτων χωρίς ποτέ να εκμεταλλευτεί τις ευκαιρίες που του παρείχε το σπάνιο για εκείνη την εποχή επάγγελμά του.
Παρένθεση
(Ας το σκεφτούν αυτό έστω για λίγο κάποια αρπακτικά όρνια με άσπρες μπλούζες, που ζούνε από την αγωνία και απόγνωση των άλλων μια και η απληστία τους ακόμη και σήμερα μέσα σ’ αυτή την οικονομική κρίση που περνάμε δεν έχει σταματημό!)
Κλείνει η παρένθεση
Ό,τι περιουσία είχε τη κληροδότησε στη Ριζάρειο με σκοπό να σπουδάζουν φτωχά Λευκαδιτόπουλα.
Πέθανε στην Αθήνα το 1881.
Βιβλιογραφία.
1. Οι ημέρες των Ελεύθερων Πολιορκημένων (1824-1826). Εκδόσεις Ωκεανίδα.
2. Ο εσωτερικός αγώνας. Τ. Σταματόπουλου. Εκδόσεις Κάλβος.
3. ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΝΗΣΟΥ ΛΕΥΚΑΔΑΣ. Π.Γ. Ροντογιάννη. Εταιρεία Λευκαδικών Μελετών.

http://www.kolivas.de

Μ.ΜΑΝΕΤΑ
(marilena.mane@gmail.com)