27 Φεβρουαρίου 2014

71η επέτειος θανάτου του ποιητή Κωστή Παλαμά (Και σπάνια ηχογράφηση του Κ.Παλαμά να απαγγέλει ο ίδιος τον Ύμνος των Αιώνων.)


Σαν σήμερα «έφυγε» ο Κωστής Παλαμάς




27 Φεβρουαρίου. ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ ΜΕΓΑΛΟ ΕΛΛΗΝΑ ΠΟΙΗΤΗ ΚΩΣΤΗ ΠΑΛΑΜΑ
Image and video hosting by TinyPic

«Σ’ αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα!» 71 χρόνια από τον θάνατο του Κωστή Παλαμά (1943-2013)




Μια σπάνια ηχογράφηση του Κ.Παλαμά να απαγγέλει ο ίδιος τον Ύμνος των Αιώνων.





ο ποίημα περιγράφει υπέροχα τους τελευταίους 20 αιώνες την Ελληνική ιστορία.

Ύμνος των Αιώνων
Mητέρα μας πολύπαθη, ω αθάνατη,
δεν είναι μόνο σου στολίδι οι Παρθενώνες•
του συντριμμού σου τα σπαθιά στα κάμανε
φυλαχτά και στεφάνια σου οι αιώνες.
Kαι οι πέτρες που τις έστησε στο χώμα σου
το νικηφόρο χέρι του Pωμαίου,
κ\' η σταυροθόλωτη εκκλησιά από το Bυζάντιο,
στον τόπο του πολύστυλου ναού του αρχαίου,
Kι αυτό το κάστρο που μουγγρίζει μέσα του
της Bενετιάς ακόμη το λιοντάρι,
κι ο μιναρές που στέκει, της ολόμαυρης
και της πικρότατης σκλαβιάς απομεινάρι,
Kαι του Σλάβου το διάβα αντιλαλούμενο
στ\' όνομα που μας έρχεται στο στόμα
-με το γάλα της μάννας που βυζάξαμε-
σαν ξένη ανθοβολιά στο ντόπιο χώμα,
Όλα ένα νύφης φόρεμα σου υφαίνουνε,
σου πρέπουνε, ω βασίλισσα, σα στέμμα,
στην ομορφάδα σου ομορφιά απιθώσανε
κ\' είναι σα σπλάχνα απ\' το δικό σου το αίμα.
Ω τίμια φυλαχτά, στολίδια αταίριαστα,
ω διαβατάρικα, από σας πλάθετ\' αιώνια,
κόσμος από παλιά κοσμοσυντρίμματα,
η νέα τρανή Πατρίδα η παναρμόνια!


Στις 27 Φεβρουαρίου του 1943 φεύγει από την ζωή ένας από τους μεγαλύτερους Στοχαστές και Πνευματικούς Δημιουργούς του Νεώτερου Ελληνισμού , ο Κωστής Παλαμάς . Τόσο ο θάνατός του σε μία απαισιόδοξη στιγμή της Ιστορίας μας , την Περίοδο της τριπλής ξενικής Κατοχής , όσο και η αναγνώριση του ποιητικού του έργου διεθνώς ( υπήρξε ο ποιητής του «Ολυμπιακού Ύμνου» ) μετέτρεψαν την Κηδεία του σε αυθόρμητο ξέσπασμα εθνικής ανάτασης για τους υπόδουλους Έλληνες.
Γεννημένος τον Ιανουάριο του 1859 στην Πάτρα ,με Μεσολογγίτικη καταγωγή , ο Κωστής Παλαμάς υπήρξε διαρκώς παρών με το δημιουργικό του Πνεύμα στις Αγωνίες και τους Αγώνες του Ελληνικού Λαού από τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνος ως το πρώτο μισό του 20ου . Ήταν η εποχή των μεγάλων Οραμάτων για τον Ελλαδικό Ελληνισμό.






Στην ποιητική συλλογή του «Τα τραγούδια της πατρίδας μου» καταχωρίσθηκε ένα μικρό ποίημα. Ο ποιητής αναφέρει τι ένιωσε όταν αντίκρισε τη νεκρή μητέρα του, σε ηλικία μόλις πέντε ετών.
Το ποίημα έχει τον τίτλο «Η υστερνή ματιά της»:
«Όταν η δόλια μάνα μου / τον κόσμο παρατούσε, / με πήγαν κι εγονάτισα / μικρό, πουλί, μπροστά της, την τελευταία της πνοή / ο Χάρος ερροφούσε...»




Ένα άλλο θλιβερό γεγονός που βύθισε σε βαθιά θλίψη τον Παλαμά ήταν ο θάνατος του πολύκλαυστου αγαπημένου του αγοριού, του Άλκη. Όσες ημέρες βρισκόταν στον «Ευαγγελισμό» κοντά στο άρρωστο παιδί του, που λέγεται ότι είχε όγκο στο κεφάλι, τόση ήταν η οδύνη του, που ο Χίος ποιητής Λάμπρος Πορφύρας, φιλολογικό ψευδώνυμο του Δημητρίου Σύψωμου, έγραφε σε επιστολές του στον Κώστα Χατζόπουλο που βρισκόταν στη Φινλανδία: «Σπεύσον, χάνομεν τον Παλαμάν». Η βαθιά οδύνη του για τον θάνατο του Άλκη υπήρξεν ίσως η αιτία που έγραψε το αριστούργημά του, «Ο Τάφος», (1898).


Ο Παλαμάς συνέθεσε τον θρήνο του από τις 24 Φεβρουαρίου ως τις 9 Μαρτίου 1898, «έναν σταλακτίτη με τα δάκρυα της ψυχής του τα κρυφοσταλάζοντα μέσα του... Η φιλοσοφία της λύπης εκράτησε τα δάκρυα για να τα χύση εις λάμποντας στίχους». Ήταν τόση η απήχηση από το μουσικό άλγος του θρήνου, ώστε το βιβλίο ξανατυπώθηκε άλλες τρεις φορές και μεταφράστηκε στα αγγλικά, γαλλικά και ιταλικά.
Ο Κωστής Παλαμάς τελείωσε το Δημοτικό και το Γυμνάσιο στο Μεσολόγγι και το 1875 γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά η δίψα του για τα γράμματα και την ποίηση δεν τον άφησε να τελειώσει τις σπουδές του. Εγκατέλειψε τελικώς τη Θέμιδα, για να υπηρετήσει τις Μούσες. Συνεργάστηκε με εφημερίδες και περιοδικά και από το 1886 άρχισε να εκδίδει τους στίχους του σε βιβλία. Στις 27 Δεκεμβρίου 1887, παντρεύτηκε τη Μαρία Βάλβη, γόνο πολιτικής οικογένειας του Μεσολογγίου, που έχει επίσης να επιδείξει πολλούς αγωνιστές (Γιάννης Βάλβης κ.λπ.). Απέκτησαν τρία παιδιά: τον Λέανδρο, τη Ναυσικά και τον Άλκη.





Γραμματεύς του Πανεπιστημίου

Στις 15 Οκτωβρίου 1897, ο Παλαμάς διορίστηκε από τον τότε υπουργό Παιδείας Ανδρέα Παναγιωτόπουλο, γραμματεύς του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ο διορισμός του υπαγορεύθηκε από διάθεση τιμητική προς έναν ποιητή που κέρδιζε συνεχώς μεγαλύτερη θέση στον ελληνικό Παρνασσό. Γι’ αυτό και οι εφημερίδες του καιρού («Εστία», «Άστυ», «Ακρόπολις»), επήνεσαν ζωηρότατα την υπουργική απόφαση, βρίσκοντας την ευκαιρία να εγκωμιάσουν τον ποιητή. 


Λέγεται ότι, όταν ο Παλαμάς παρουσιάστηκε να αναλάβει υπηρεσία, ο τότε πρύτανης του Πανεπιστημίου, κ. Αλ. Κρασσάς του είπε: «Ελπίζω, κύριε Παλαμά, τώρα που έχετε μια αξιοπρεπή θέση, ότι θα παύσετε... να γράφετε ποιήματα». Ευτυχώς, η ελπίδα διαψεύστηκε και η ελληνική τέχνη κέρδισε μια κορυφαία ποιητική φυσιογνωμία.
Αργότερα, το 1911, η Σύγκλητος, εξαίροντας το έργο του και τις πολύτιμες υπηρεσίες του στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, αποφάσισε να ανανεώσει τη θητεία του και στο σημείο αυτό σημειώνουμε ότι αναφέρεται πλέον ως γενικός γραμματεύς. Το 1923, προάγεται ομόφωνα από τη Σύγκλητο «εις τον βαθμόν Υπουργικού Διευθυντού Πρώτης Τάξεως»4. Πάμπολλα είναι τα έγγραφα που συνέταξεν ο Παλαμάς κατά την τριαντάχρονη θητεία του στο Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Ορισμένα από αυτά σώζονται στο Ιστορικό Αρχείο του ιδρύματος, σε χειρόγραφη ή δακτυλόγραφη μορφή και αποτελούν δείγμα της υπαλληλικής του ευσυνειδησίας. Το 1926, ο Παλαμάς υποβάλλει αίτηση για αποχώρηση από τη θέση του γενικού γραμματέα του Πανεπιστημίου, χωρίς όμως αυτή να γίνει αποδεκτή από τη Σύγκλητο. Το 1928, ο ποιητής, κουρασμένος από τα χρόνια και το τιτάνιο συγγραφικό έργο του, αλλά και την κοπιώδη επιστασία της διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών, επανέρχεται στο αίτημά του.
Τότε, στη συνεδρίαση της Συγκλήτου της 1/3/1928, ο πρύτανης Νικόλαος Αλιβιζάτος ανακοίνωσε την αποδοχή της παραίτησής του και διάβασε την επιστολή με την οποία ο ποιητής ευχαριστούσε το Πανεπιστήμιο Αθηνών γιατί τον βοήθησε να αντεπεξέλθει στις βιοτικές ανάγκες του και να επιδοθεί παράλληλα στην ποίηση. Το ποιητικό έργο του τιμήθηκε με πλήθος αριστείων και τιμητικών διακρίσεων και ο Ρομαίν Ρολάν δήλωσε ότι ο Παλαμάς «είναι ο μεγαλύτερος σύγχρονος ποιητής της Ευρώπης».
Γόνιμος και πολύπλευρος ο Παλαμάς, ανησυχεί για όλα τα προβλήματα που βασανίζουν την ανθρώπινη σκέψη. Καμιά «σχολή» και καμιά τεχνοτροπία δεν θα μπορούσε να τον διεκδικήσει. Θα μπορούσε σεμνυνόμενος να πει: «Η ποίησή μου είμαι εγώ».





Παρνασσισμός και ρομαντισμός
Ξεκίνησε με άμετρο θαυμασμό για τους Παράσχους, τους Σούτσους και τους άλλους ρομαντικούς της καθαρεύουσας, για να στραφεί, από τα πρώτα κιόλας βήματα, προς τη δημοτική και τα διδάγματα του Νικολάου Πολίτη, να δεχθεί αργότερα το κήρυγμα του Ψυχάρη και ν’ αναπτυχθεί σε προσωπικότητα πρώτου μεγέθους, συνδυάζοντας τη λόγια φαναριώτικη με τη δημοτική παράδοση κι αντλώντας από τους Αρχαίους και το Βυζάντιο, από το δημοτικό τραγούδι και τον Βαλαωρίτη και ταυτόχρονα από την ξένη λογοτεχνία και τη διανόηση, ιδίως από τη γαλλική ποίηση, από τον παρνασσισμό και τον ρομαντισμό ως τον συμβολισμό της πρώτης περιόδου. Και κατάφερε να τ’ αφομοιώσει όλα και να δημιουργήσει πολύτιμο έργο, με χαρακτήρα έντονα προσωπικό και εθνικό, απ’ όπου περνάει με αρραγή συνοχή και συνέχεια ολόκληρος ο ελληνισμός, ο αρχαίος, ο βυζαντινός και ο νεώτερος, ενώ απ’ την άλλη μεριά ακούγονται να σαλεύουν τα ρεύματα και τα μηνύματα της Ευρώπης5.Η ποίηση του Παλαμά είναι ένας ποταμός, που άλλοτε κατεβαίνει ορμητικός κι άλλοτε ήμερος και κουρασμένος, αφήνοντας να διαφανεί η λογοτεχνική και ποιητική του μεγαλοφυΐα. Μέσα σ’ όλη αυτή τη στιχοπλημμύρα θαυμάζει κανείς την παρατακτική απαρίθμηση εννοιών και πραγμάτων, αισθημάτων και εντυπώσεων. Η επιβολή του και στους διεθνείς πνευματικούς κύκλους είχε τέτοια ευρύτητα, ώστε το 1934 υπήρξε σοβαρότατος διεκδικητής του Βραβείου Νόμπελ.
Το Πανεπιστήμιο Αθηνών, όταν αποχώρησε από την υπηρεσία, του έδωσε «χάριν τιμής» σύνταξη ίση με τον τελευταίο μισθό του. Αργότερα ενέκρινε τιμητική ισόβια σύνταξη στον ποιητή του «Δωδεκάλογου» και ο Δήμος Αθηναίων. Η αγάπη είναι το συγκλονιστικό συναίσθημα, που κυριάρχησε στο έργο του Παλαμά, μια αγάπη απέραντη σαν τη θάλασσα, μια αγάπη για όλα, μα κυρίως για τη ζωή. Στη συλλογή του «Τα μάτια της ψυχής μου» (1892) καταχωρίσθηκε το ποίημά του «Ύμνος της ζωής». «...Ζωή δεν είναι τίποτε / γλυκύτερο στον κόμο / απ’ την πεντάμορφη ζωή / την ηλιοφωτισμένη!»
Το 1900, συνθέτει και δημοσιεύει ένα εκτεταμένο ποίημα σε δώδεκα μέρη με τίτλο «Οι Χαιρετισμοί της Ηλιογέννητης» και το 1904 ακολουθεί η ποιητική συλλογή «Ασάλευτη ζωή». 

Το 1907, τυπώνει το πιο πρωτότυπο έργο του, τον «Δωδεκάλογο του Γύφτου» και το 1910 τη «Φλογέρα του βασιλιά». Και στα δύο επικολυρικά ποιήματα, κυριαρχεί η μεγάλη αγάπη του για την πατρίδα και το όραμα του μέλλοντος και του πεπρωμένου της φυλής για τη «Μεγάλη Ιδέα».
Το 1912, δημοσιεύει την ποιητική συλλογή «Καημοί της λιμνοθάλασσας», που προέρχεται από τα νεανικά βιώματά του, όταν ζούσε στην Ιερή Πολιτεία.

Μια πίκρα
Τα πρώτα μου χρόνια τ’ αξέχαστα τάζησα
κοντά στ’ ακρογιάλι,
στη θάλασσα εκεί τη ρηχή και την ήμερη,
στη θάλασσα εκεί την πλατειά, τη μεγάλη.
Και κάθε φορά που μπροστά μου η πρωτάνθιστη
ζωούλα προβάλλει,
και βλέπω τα ονείρατα κι’ ακούω τα μιλήματα
των πρώτων μου χρόνων κοντά στ’ ακρογιάλι,
στενάζει, καρδιά μου, το ίδιο αναστέναγμα:
Να ζούσα και πάλι
Στη θάλασσα εκεί τη ρηχή και την ήμερη,
στην θάλασσα εκεί την πλατειά, τη μεγάλη.
Μια μάνα είν’ η μοίρα μου, μια μάνα είν’ η χάρη μου,
δεν γνώρισα κι άλλη:
Μια θάλασσα μέσα μου σα λίμνη γλυκόστρωτη
και σαν ωκεανός ανοιχτή και μεγάλη.
Και να! μες τον ύπνο μου την έφερε τόνειρο
κοντά μου και πάλι
τη θάλασσα εκεί τη ρηχή και την ήμερη,
τη θάλασσα εκεί την πλατειά, τη μεγάλη.
Κι εμέ, τρισαλίμονο, μια πίκρα με πίκρανε,
μια πίκρα μεγάλη,
και δε μου τη γλύκαινες, πανώριο ξαγνάντεμα
της πρώτης λαχτάρας μου, καλό μου ακρογιάλι.
Ποια τάχα φουρτούνα φουρτούνιαζε μέσα μου
και ποια ανεμοζάλη,
που δεν μου την κοίμιζες και δεν την ανάπαυες,
πανώριο ξαγνάντεμα, κοντά στ’ ακρογιάλι,
Μια πίκρα είν’ αμίλητη, μια πίκρα είν’ ανεξήγητη,
μια πίκρα μεγάλη,
η πίκρα που είν’ άσβηστη και μες τον παράδεισο
των πρώτων μας χρόνων κοντά στ’ ακρογιάλι.
(Καημοί της Λιμνοθάλασσας) 



Τον ίδιο χρόνο τυπώνει τη συλλογή του «Η Πολιτεία και η μοναξιά». Την επόμενη συλλογή του, «Βωμοί», δημοσιεύει το 1915? και το 1929 παρουσιάζεται στο κοινό με τη συλλογή του «Δειλοί και σκληροί στίχοι». Ακολουθούν πολλές άλλες συλλογές όπως «Περάσματα και χαιρετισμοί», «Οι νύχτες του Φήμιου» και «Ξανατονισμένη μουσική». Το τελευταίο είναι μετάφραση ποιημάτων Ευρωπαίων ποιητών.
Εκτός της όλης ποιητικής και φιλολογικής του εργασίας, ο Κωστής Παλαμάς άφησε δύο θεατρικά αριστουργήματα. Το δράμα «Τρισεύγενη» (1903) και τη νουβέλα «Ο θάνατος του παλληκαριού» το 1901.
Είναι καταπληκτικά όσα μας διασώζει για τον Κωστή Παλαμά, ο Κωνσταντίνος Τσάτσος στην αυτοβιογραφία του, αποσπάσματα της οποίας δημοσιεύθηκαν στις «Επτά Ημέρες» της «Καθημερινής».

«Κατά το 1922, έβαλα τη μάνα μου να δακτυλογραφήση τα ποιήματά μου, όσα τότε φανταζόμουν παρουσιάσιμα, με τη σκέψη να τα υποβάλω στον Παλαμά. Έτσι, ένα πρωί, με τον θησαυρό μου υπό μάλης πήγα στο γραφείο του Γενικού Γραμματέως του Πανεπιστημίου, στο Κεντρικό Κτίριο. Δειλά και με την ψυχή τρεμάμενη χτύπησα την πόρτα και άκουσα ένα βραχνό “εμπρός”. Κάτω από τα πυκνά φρύδια με κοίταζαν ανιχνευτικά δύο βαθιά μάτια. Είπα το όνομά μου, την ιδιότητά μου και τον σκοπό της επίσκεψής μου. Ο άνθρωπος, συνηθισμένος από τέτοιες εισβολές, παρέλαβε τα χαρτιά που είχε φροντίσει να συρράψη η μάνα μου και μου είπε με μια εξαιρετική προσήνεια να περάσω μετά μία εβδομάδα να μου πη. Μετά μία εβδομάδα παρουσιάσθηκα με τον ίδιο τρόπο, στο ίδιο γραφείο. Ο Παλαμάς μου ζήτησε συγγνώμην διότι δεν πρόφτασε να με διαβάση. Αλλάξαμε μερικές φιλοφρονήσεις και έφυγα. Πάλι μετά μία εβδομάδα πήγα, αλλά και πάλι με παρακάλεσε να ξαναπάω σε μια εβδομάδα. Αρκετά απογοητευμένος ξανάφυγα, αλλά και αποφασισμένος να επιμείνω. Πραγματικά ξαναπήγα και τότε ο Παλαμάς με δέχθηκε αλλοιώτικα. » Μου είπε ένα σωρό καλά λόγια. Ιδίως ―και αυτό είχε για μένα τότε σημασία― να εξακολουθήσω να γράφω. Μιλήσαμε εκείνη τη φορά για ξένη ποίηση, για τις προτιμήσεις μου, δόθηκε στον Παλαμά η ευκαιρία να καταλάβει ότι είχα πολλά διαβάσει. Τότε με κάλεσε να πάω μια ορισμένη μέρα στο σπίτι του, Ασκληπιού 3, να κουβεντιάσωμε. Έτσι, άρχισα να είμαι τακτικός επισκέπτης του “κελλιού”. Ήταν για μένα το μεγάλο σχολείο. Είναι αδύνατο να πω τώρα τι διδάχτηκα από τον Παλαμά. Αλλά είναι βέβαιο πως άντλησα πολλά από τη σοφία του, από τις εκλάμψεις του πνεύματός του. Ήμουνα συνεπαρμένος από αυτόν τον βαθυστόχαστο ποιητή με την πλατειά σκέψη, με την ικανότητα να καταλαβαίνη κάθε είδους μορφές ποιητικού λόγου και να τις κρίνη με μια υπέροχη δικαιοσύνη. »Εκείνο τον καιρό είχε φύγει ο Αλέξανδρος Εμπειρίκος για το εξωτερικό και ο Παλαμάς είχε γίνει το μόνο μου καταφύγιο, το παράθυρό μου προς τον ανοιχτό ορίζοντα.
»Τον Σεπτέμβριο του 1922 μου διάβασε το ποίημά του για τη μικρασιατική συμφορά. “Τους Λύκους”. Διάβαζε πολύ ωραία. Κοντεύουν 60 χρόνια από τότε και ακόμη θυμάμαι τη συγκίνησή μου. Μου έκανε εντύπωση ότι, ενώ δεν ήξερε παρά μόνο γαλλικά, από πολύ μέτριες μεταφράσεις ―η γαλλική γλώσσα δεν μπορεί να αποδώση ξενόγλωσσα κείμενα― κατόρθωσε να καταλάβη Άγγλους, Γερμανούς και Ιταλούς ποιητές, χάρις στο διεισδυτικό του αισθητήριο. »
Ώσπου να φύγω για τη Γερμανία, η επικοινωνία αυτή συνεχίσθηκε χωρίς διακοπή. Αλλά και όταν μετά τρία χρόνια γύρισα, ίσως όχι τόσο τακτικά, όμως πολύ συχνά, περνούσα μερικές ώρες στο “κελλί”, πάντα γόνιμες αλλά και ευχάριστες, διότι ο Παλαμάς, εκτός από τόσα άλλα που μου πρόσφερε, είχε χιούμορ, που το ασκούσε συνήθως εις βάρος του. Του άρεσε το αστείο και όταν του έλεγα κάτι που άξιζε να το διασκεδάσης, ξεκαρδιζόταν στα γέλια. »
Τακτικοί επισκέπτες στο “κελλί”, ήταν τα ίδια χρόνια μ’ εμένα και ο Κατσίμπαλης, κάποτε ο Δ. Αντωνίου (ο Καπετάνιος όπως τον λέγαμε, διότι εκτός από ποιητής ήταν και πλοίαρχος του εμπορικού ναυτικού), ο Σεφέρης, ο Καραντώνης [...] »
Τον ίδιο καιρό στην οδό Ασκληπιού ερχόταν και ο Σικελιανός [...]. »
Το 1930 του ανήγγειλα ότι σχεδιάζω να γράψω μια μελέτη για το έργο του. Το χάρηκε. Λίγο όμως αργότερα έπαθε ένα εγκεφαλικό επεισόδιο από το οποίο συνήλθε, χωρίς όμως να ξαναγίνη ο παλιός Παλαμάς. Συγχρόνως με τον Παλαμά γκρεμίσθηκε και το “κελλί” του, όταν οι ιδιοκτήτες του αποφάσισαν να το κάνουν πολυκατοικία. »
Ακολούθησε η αναγκαστική μετακόμιση από την οδό Ασκληπιού στην οδόΠεριάνδρου 5 στην Πλάκα, ένα πιο άνετο σπίτι, πιο ευρύχωρο αλλά που δεν απόκτησε ποτέ την υποβλητικότητα και τη ζεστασιά του “κελλιού”, όπου είχε ζήσει γύρω στα 50 χρόνια».
Ο Παλαμάς ταξίδεψε σ’ όλο τον κόσμο με τη μελέτη και τη φαντασία του, βιώνοντας στην κυριολεξία την «Ασάλευτη ζωή», στο κελί του, στο ιστορικό σπίτι της οδού Ασκληπιού 3, στο ασκητήριό του, στην «Πολιτεία και μοναξιά», μέχρις ότου αναγκάσθηκε στα τελευταία χρόνια της ζωής του να μετακομίσει σ’ ένα δρόμο κάθετο της Φιλελλήνων, στην Περιάνδρου 5. Στο ονομαστό «σαλόνι» του ιστορικού σπιτιού της Ασκληπιού 3 συγκεντρώνονταν επί χρόνια οι εκπρόσωποι της φιλολογικής Αθήνας, και τα τελευταία χρόνια του στην οδό Περιάνδρου 5.
«Ο Παλαμάς ―γράφει ο Κώστας Στεργιόπουλος―, ανήκει κατά μέγα μέρος στην Ιστορία. Φτάνει όμως να επιχειρήσουμε για μια στιγμή να τον αφαιρέσουμε, για να δούμε πόσο μεγάλο κενό ανοίγεται και πόσο αλλάζει μονομιάς η όψη της συνέχειας. Θα μπορούσαμε ν’ αναρωτηθούμε κι εμείς μαζί με τον Άγρα: “Είναι λοιπόν ―αδίσταχτα― μεγάλος ο Παλαμάς; Δεν ξέρω? μα τρέμω να φανταστώ τι θάταν η νεοελληνική ποίηση” ―ας προσθέσουμε και γενικότερα τα γράμματά μας― “χωρίς το ανάστημά του”. “Ένα παραμύθι δίχως γίγαντα? μια χώρα δίχως βουνό. Μια θρησκεία δίχως προφήτη. Μια ιστορία δίχως ήρωα”». Ο Άγγελος Σικελιανός στην ομιλία του στον «Παρνασσό» το 1936 με θέμα: «Ο Παλαμάς ασκητής και μύστης», θέλοντας να τοποθετήσει την τελική εικόνα του ποιητή μπροστά στους ακροατές του, «απλά και καθαρά» όπως λέει, τον ονομάζει, άγιο.
«Ο Παλαμάς», γράφει, «εμόχθησε, έλπισε, αγάπησε, αιμάτωσε, αγωνίστηκε, ενίκησε, για μας. Ο Παλαμάς λοιπόν, είναι ένας άγιος»7. Ο Παλαμάς όντως εμόχθησε σκληρά σμιλεύοντας στίχους και πεζά σαν τον χρυσικό στο εργαστήρι του. Δεν χάρηκε την άνετη ζωή, ούτε τη φύση. Αποτυπώνει αυτόν τον πιο τρανό καημό του σε στίχους, στη συλλογή του «Η Πολιτεία και Μοναξιά».


Ο πιο τρανός καημός μου
Την ώρα την υπέρτατη που θα το σβη το φως μου
αγάλια αγάλια ο θάνατος, ένας θε να είν’ εμένα
ο πιο τρανός καημός μου.
Δε θα είν’ οι κούφιοι λογισμοί, τα χρόνια τα χαμένα,
της φτώχειας η έγνοια, του έρωτα η ακοίμητη λαχτάρα,
μια δίψα μέσ’ στο αίμα μου, προγονική κατάρα,
μήτε η ζωή μου η αδειανή συρμένη απ’ το μαγνήτη
πάντα της Μούσας, μήτ’ εσύ, χιλιάκριβό μου σπίτι.
Ο πιο τρανός καημός μου
θα είναι πως δε δυνήθηκα μ’ εσέ να ζήσω, ω πλάση,
πράσινη απάνου στα βουνά, στα πέλαγα, στα δάση,
θα είναι πως δε χάρηκα σκυφτός μέσ’ τα βιβλία,
ω φύση, ολάκερη ζωή, κι ολάκερη σοφία!
Ο Κωστής Παλαμάς, τρεις μέρες μετά την κήρυξη του Ελληνοαλβανικού πολέμου (1η Νοεμβρίου 1940), απευθύνεται στα νιάτα της Ελλάδας με ένα τετράστιχό του που επιγράφεται «Στη νεολαία μας».

«Αυτό κρατάει ανάλαφρο μεσ’ την ανεμοζάλη
το από του κόσμου τη βοή πρεσβυτικό κεφάλι,
αυτό το λόγο θα σας πω
δεν έχω άλλο κανένα
Μεθύστε με τ’ αθάνατο
κρασί του Εικοσιένα!»



Και τα παιδιά της Ελλάδας με τη φυσική λεβεντιά και πατριδολατρία τους αφουγκράσθηκαν τα λόγια του ποιητή και έγραψαν σελίδες δόξας και μεγαλείου στις δυσπρόσιτες και χιονισμένες κορυφές της Πίνδου και έτσι ο Κωστής Παλαμάς συνεπαρμένος απ’ τις νίκες των Ελλήνων γράφει το τελευταίο του ποίημα με τίτλο: «Η νίκη».
«Παιδιά μου ο πόλεμος, / για σας περνάει θριαμβευτής? / των άδικων ο πόλεμος / δεν είν’ εκδικητής / είναι ο θυμός της άνοιξης / και της δημιουργίας; / Κι’ αν είναι, και στον / πόλεμο μέσα η ζωή θυσία, / ο τάφος είναι πέρασμα / προς την Αθανασία!»


Ο ποιητής, εξαντλημένος ήδη, γερασμένος με άσπρα τα μαλλιά και τα γένια, άσπρα τα δασιά πυκνά φρύδια, που έπεφταν και σκέπαζαν σχεδόν τα μάτια του, δεν άντεξε στον χαμό της στοργικής συντρόφου του, που πέθανε στις 9 Φεβρουαρίου 1943, και δεκαοκτώ ημέρες αργότερα προσευχόμενος και σιγοψέλνοντας έφυγε κι αυτός για την αιώνια ανάπαυση.
Έφυγε ο Παλαμάς που αναφέρθηκε στην ποίησή του σ’ όλες τις μεγάλες στιγμές της ορθόδοξης χριστιανικής πίστης και με τον πλούτο των κοσμητικών του επιθέτων προσφώνησε την Παναγία με τα κατά τόπους ωραία επίθετά της, μαζεμένα απ’ όλη την Ελλάδα και αραδιασμένα αρμονικά στους εξής στίχους του:
«Παντάνασσα, Ελεούσα, Γλυκοφιλούσα, Ακάθιστη, Γιάτρισσα, Πονολύτρα, Παραμυθιά, Περίβλεφτη, Πανάχραντη, Οδηγήτρα, Αντιφωνήτρια, Τριχερούσα, Βαγγελίστρα, Γοργοεπήκοη, Αθηναία, Ρωμαία, Φανερωμένη»


Η ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΤΟΥ ΣΤΗΝ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙA
Το μέγιστο των Οραμάτων ήταν η Μεγάλη Ιδέα , η προσπάθεια δηλαδή Απελευθερώσεως των σκλάβων (κυρίως στους Τούρκους )Ελλήνων .  Οι συζητήσεις τους είχαν ως μόνιμο θέμα την κατάσταση της ελληνικής ποίησης την εποχή εκείνη, όπου επικρατούσε ο ρομαντισμός και μεσουρανούσε ο Αχιλλέας Παράσχος, και έκλειναν με την ίδια πάντα διαπίστωση, διατυπωμένη από τον ίδιο τον Παλαμά: «Ποιητική κίνηση δεν υπήρχε στην Αθήνα. Η ποίηση τρισάθλια. Καιρός να σπαρθεί μια κάποια νέα ποιητική ζωή, με άλλη σκέψη, με άλλη φόρμα».
Και αυτό ακριβώς κατόρθωσε ο Παλαμάς. Με τα άρθρα του και τις κριτικές του, κυρίως όμως με την ποιητική του πράξη δημιούργησε μια βαθιά τομή στην πορεία της νεοελληνικής ποίησης και επηρέασε αποφασιστικά την εξέλιξή της. Βγάζοντας την ποίησή μας από το αδιέξοδο όπου την είχαν οδηγήσει οι τελευταίοι εκπρόσωποι του αθηναϊκού ρομαντισμού, διεύρυνε το περιεχόμενο και τη θεματική της προς κάθε κατεύθυνση, καθιέρωσε τη χρήση της δημοτικής πριν από το Ταξίδι του Ψυχάρη και ανανέωσε ριζικά την ποιητική μορφή, αξιοποιώντας στο έπακρο τις δυνατότητες που του πρόσφερε ολόκληρη η ελληνική λογοτεχνική παράδοση, από τον Όμηρο, τον Πίνδαρο και τον Ρωμανό τον Μελωδό ως τον Σολωμό και τον Κάλβο, που ανακάλυψε και καθιέρωσε, και ως το δημοτικό μας τραγούδι.

Συγχρόνως πραγματοποιεί ένα τεράστιο άνοιγμα προς τις λογοτεχνίες της Ευρώπης και επωφελείται από όσα είχαν κατακτήσει για λογαριασμό της ποίησης όλα τα σύγχρονά του λογοτεχνικά ρεύματα της Ευρώπης, ο Παρνασσισμός, ο Ρεαλισμός, ο Συμβολισμός. Αναδείχτηκε έτσι ο Παλαμάς σε θεμελιωτή, αρχηγό και αναγνωρισμένο δάσκαλο της Σχολής του 1880. Θα πρέπει να περιμένουμε ως το 1930 για να έχουμε ανάλογη ριζική αλλαγή στα ποιητικά μας πράγματα.


Ο Παλαμάς δεν είναι μόνον ο εθνικός ποιητής των σχολικών εορτών ούτε και ο λόγος του ταυτίζεται, όπως συχνά αλλά άστοχα λέγεται, με τον βερμπαλισμό και τη μεγαληγορία. Η λυρική ποίησή του με τους χαμηλόφωνους τόνους και μια επιγραμματική λιτότητα ύφους, η φιλοσοφούσα διάθεσή του και ο πανανθρώπινου και διαχρονικού ενδιαφέροντος στοχασμός του, ο καταλυτικός σατιρικός του λόγος που καυτηριάζει την παθολογία της νεοελληνικής κοινωνίας και τα αρνητικά σημεία της ψυχολογίας του νεοέλληνα, αλλά και η οξυδέρκεια του κριτικού του πνεύματος, η βαθιά θεωρητική του σκέψη για την φύση της λογοτεχνικής δημιουργίας, η νηφαλιότητά του που του επέτρεψε να συνδυάσει στο έργο του μιαν αδιαμφισβήτητη ελληνικότητα με το άνοιγμα προς την ευρωπαϊκή και την παγκόσμια ακόμη λογοτεχνία, είναι πλευρές της παλαμικής δημιουργίας και παρουσίας που αξίζει να μελετηθούν και να προβληθούν περισσότερο.


ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ ΤΟΥ 1940 ΩΣ ΤΗΝ ΚΑΤΟΧΗ
Κατά τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940 ο Κωστής Παλαμάς μαζί με άλλους Έλληνες λογίους προσυπέγραψε την έκκληση των Ελλήνων Διανοουμένων προς τους διανοούμενους ολόκληρου του κόσμου, με την οποία αφ’ ενός μεν καυτηριάζονταν η κακόβουλη ιταλική επίθεση, αφ’ ετέρου δε, διέγειρε την παγκόσμια κοινή γνώμη σε επανάσταση συνειδήσεων για κοινό νέο πνευματικό Μαραθώνα.

Η ΚΗΔΕΙΑ ΤΟΥ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ

Ο μεγάλος μας εθνικός ποιητής πέθανε στην Αθήνα στις 27 Φεβρουαρίου 1943, μεσούσης της τριπλής Κατοχής. Η κηδεία του αποτέλεσε ένα από τα μεγαλύτερα αντικατοχικά συλλαλητήρια, καθώς σύσσωμος ο πνευματικός κόσμος της χώρας αλλά και εκατοντάδες χιλιάδες απλού λαού συνόδεψαν συγκλονισμένοι το σκήνωμα του Ποιητή στην τελευταία του κατοικία στο Α’ Νεκροταφείο, τραγουδώντας τον Εθνικό Ύμνο, κάτω από τα σκυθρωπά και έκπληκτα πρόσωπα των κατακτητών. Εκεί εκ μέρους του Πνευματικού Κόσμου τον αποχαιρετά άλλος μεγάλος ποιητής μας , ο Άγγελος Σικελιανός

«Ηχήστε οι σάλπιγγες… Καμπάνες βροντερές,
Δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα…
Βογγήστε, τύμπανα πολέμου…
Οι φοβερές σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα!
Σ’ αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα!»
Ηχήστε οι σάλπιγγες… Καμπάνες βροντερές,
δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα…
Βοσκήστε τύμπανα πολέμου… Οι φοβερές
σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα !
Σ’ αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα ! Ένα βουνό
με δάφνες αν υψώσουμε ως το Πήλιο κι ως την Όσσα,
κι αν το πυργώσουμε ως τον έβδομο ουρανό,
ποιόν κλεί, τι κι αν το πει η δικιά μου γλώσσα;
Μα εσύ Λαέ, που τη φτωχή σου τη μιλιά,
Ήρωας την πήρε και την ύψωσε ως τ’ αστέρια,
μεράσου τώρα τη θεϊκή φεγγοβολιά
της τέλειας δόξας του, ανασήκωσ’ τον στα χέρια
γιγάντιο φλάμπουρο κι απάνω από μας
που τον υμνούμε με καρδιά αναμμένη,
πες μ’ ένα μόνο ανασασμόν: “Ο Παλαμάς !”,
ν’ αντιβογκήσει τ’ όνομά του η οικουμένη !
Ηχήστε οι σάλπιγγες… Καμπάνες βροντερές,
δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα…
Βογκήστε τύμπανα πολέμου… Οι φοβερές
σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα !
Σ’ αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα ! Ένας λαός,
σηκώνοντας τα μάτια του τη βλέπει…
κι ακέριος φλέγεται ως με τ’ άδυτο ο Ναός,
κι από ψηλά νεφέλη Δόξας τόνε σκέπει.
Τι πάνωθέ μας, όπου ο άρρητος παλμός
της αιωνιότητας, αστράφτει αυτήν την ώρα
Ορφέας, Ηράκλειτος, Αισχύλος, Σολωμός
την άγια δέχονται ψυχή την τροπαιοφόρα,
που αφού το έργο της θεμέλιωσε βαθιά
στη γην αυτήν με μιαν ισόθεη Σκέψη,
τον τρισμακάριο τώρα πάει ψηλά τον Ίακχο
με τους αθάνατους θεούς για να χορέψει.
Ηχήστε οι σάλπιγγες… Καμπάνες βροντερές,
δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα…
Βόγκα Παιάνα ! Οι σημαίες οι φοβερές
της Λευτεριάς ξεδιπλωθείτε στον αέρα !
Άγγελος Σικελιανός
Ο Άγγελος Σικελιανός αποχαιρέτησε τον Ποιητή καλώντας παράλληλα το Έθνος σε παλλαϊκό αγώνα κατά των Γερμανών , Ιταλών και Βουλγάρων επιδρομέων, όπως και ο ίδιος ο Παλαμάς είχε κάνει τρία χρόνια νωρίτερα κλείνοντας μέσα σε δύο στίχους το δικό του μεγάλο “ΟΧΙ”:
” Αυτό το λόγο θα σας πω, δεν έχω άλλον κανένα
Μεθύστε με το αθάνατο κρασί του Εικοσιένα”
ΤΟ ΘΑΡΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΨΥΧΗΣ

Μέσα στο Α’ Νεκροταφείο ο υπόδουλος Ελληνισμός αποχαιρετούσε τον Οραματιστή ποιητή του, τον άνθρωπο που έμεινε στις πνευματικές επάλξεις για μισό και πλέον αιώνα . Αναζητούσε ο Έλληνας ένα στήριγμα και το έβρισκα σε έναν νεκρό . Όμως έναν νεκρό μόνο σωματικά διότι η Ψυχή του είχε ήδη ανεβεί στην κορυφή του Παρνασσού του Έθνους .

Μέσα σε συνθήκες δυστυχίας η Κηδεία του Ποιητή θύμιζε στον Λαό μας τις μεγάλες του στιγμές , του θύμιζε τον Έλληνα μαχητή που δύο μόλις χρόνια πριν είχε αποδείξει στα Βορειοηπειρωτικά Βουνά ότι ξέρει να πολεμά για την Ελευθερία του . Και να πεθαίνει για την Ελευθερία αυτή διδάσκοντας τους Ελεύθερους Λαούς τι σημαίνει Ελληνική Ανδρεία.


Όπως ειπώθηκε ,οι Κατοχικές αρχές και η κυβέρνηση Λογοθετόπουλου, καταλαβαίνοντας βέβαια τι θα επακολουθούσε, είχαν λάβει τα μέτρα τους. Ο ίδιος ο Πρωθυπουργός ωστόσο παρέστη, καθώς επίσης και εκπρόσωποι των Γερμανών και Ιταλών. Παρ’ όλα αυτά δεν είναι δύσκολο να εξηγήσει κανείς την αθρόα συρροή των κατοίκων της πρωτεύουσας. Ο κόσμος πνιγόταν. Αναζητούσε ένα ξέσπασμα, καθώς οι αντοχές του έφταναν πια στα όρια τους.


Έλληνες, για να ρίχνουμε στάχτη στα μάτια του κόσμου, πραγματικά, Ρωμηοί"
Το 1901 κυκλοφόρησε το έργο "Ιστορία της Ρωμηοσύνης" του Αργύρη Εφταλιώτη. Ήταν εποχή που τα ονόματα Ρωμηός και Ρωμηοσύνη συγκινούσαν περισσότερο, από ότι σήμερα, τους Ρωμηούς. Αυτό γιατί τα ονόματα Έλλην και Ελληνισμός εισαχθέντα συνταγματικώς κατά το 1822 δεν είχαν ακόμη επικρατήσει στην συνείδηση και την χρήση του λαού. Παρά ταύτα ο Γεωρ. Σωτηριάδης έγραψε μία κριτική κατά της "Ιστορίας της Ρωμηοσύνης" του Εφταλιώτη όπου ισχυρίζονταν ότι η χρήση των ονομάτων Ρωμηός και Ρωμηοσύνη αντί των Έλλην και Ελληνισμός δείχνει έλλειψη φιλοπατρίας και ότι η λέξη Ρωμηός πρέπει να αποφευχθεί διότι έχει τάχα καταφρονεμένη σημασία "ανθρώπου ευτελούς και χυδαίου".

Ο Μεσολογγίτης Ρουμελιώτης και επομένως υπερήφανος Ρωμηός, Κωστής Παλαμάς, έγινε εξωφρενών. Με την πέννα του γεμάτη εκδίκησι και ειρωνεία απάντησε στους κατά της Ρωμηοσύνης χλευασμούς του Σωτηριάδη με το έργον του "Ρωμηός και Ρωμηοσύνη". Το έργον τούτο, αν και μικρό σε έκταση, είναι από τα ωραιότερα του μεγάλου αυτού ποιητή της Ρωμηοσύνης.
Δεν απορεί κανείς, γράφει ο Παλαμάς, πώς ο Εφταλιώτης έγραψε Ρωμηός και όχι "Έλληνας", έγραψε Ρωμηοσύνη και όχι "Ελληνισμός". Απορεί πώς ο κ. Σωτηριάδης, με όλα τα δώρα της επιστήμης και της ευφυΐας που τον ξεχωρίζουν ανάμεσα σε πολλούς, έκρινε ότι πρέπει να κατακρίνει τον συγγραφέα για το μεταχείρισμα των σωστών και των καλόηχων και των ωραίων όρων, και ερωτά ο Παλαμάς, "τάχα λησμόνησε (ο κ. Σωτηριάδης) πώς είναι ο άξιος μεταφραστής της " Ιστορίας της Βυζαντινής Λογοτεχνίας" του Κρουμπάχερ, και λησμόνησε πόσο καθαρά μας εξηγεί ο σοφός ιστορικός τη σημασία του κατηγορημένου Ρωμηού, σε λίγα λόγια ουσιαστικά, αμέσως από τα πρώτα φύλλα του έργου του;" (δηλαδή Ρωμαίος) διετηρήθη, γράφει ο Κρουμπάχερ, δια των φρικτών χρόνων της Τουρκοκρατίας μέχρι σήμερα, ως η πραγματική και μάλιστα διαδεδομένη επίκλησις του γραικικού λαού, απέναντι της οποίας η μεν σποραδικώς απαντώσα Γραικοί μικράν ιστορικήν σημασίαν έχει, η δε δια της Κυβερνήσεως και σχολείου τεχνικώς εισαχθείσα Έλληνες, ουδεμίαν".

Ορμώμενος από τα λόγια αυτά του Κρουμπάχερ ως και από την καθημερινή εμπειρία του λαού και την πρόσφατη ιστορία του έθνους, ο Παλαμάς τονίζει ότι όχι μόνον το Ρωμηός, αλλά και το Έλλην χρησιμοποιείται κάποτε με όχι καλή σημασία.
Γράφει ως εξής, "Ακόμη και τα ονόματα Έλλην, Έλληνες, ελληνικά Πράγματα κ.τ.λ κάθε που παρουσιάζονται στη ζωή, οπωσδήποτε βαλμένα, με όλο τους τον κλασσικό φωτοστέφανο, χρησιμοποιούνται κ' εκείνα, κατά την περίσταση, ειρωνικώτατα και καταφρονετικώτατα. Όμως για τούτο κανενός δεν πέρασε από το νού να τα στείλη στο λοιμοκαθαρτήριο".
Φαίνεται καθαρά πώς το 1901 υπήρχε ακόμη οξεία αντίθεση μεταξύ εκείνων που υποστήριζαν την εκρίζωση της Ρωμηοσύνης, και εκείνων που αγωνίζονταν όπως ο Παλαμάς, να διατηρήσουν την χρήση του Ρωμηός και Ρωμηοσύνη τουλάχιστον στην δημοτική γλώσσα.
Ο Παλαμάς παρουσιάζει και άλλα παραδείγματα ονομάτων με διπλή σημασία, καλή και όχι τόσο καλή, ανάλογα με την περίσταση όπου χρησιμοποιούνται - Μωραΐτης, Αρβανίτης, Καραϊσκάκης, κλέφτης, Εβραίος και το Γραικός των Φραντσέζων, που μπορεί να είναι οι ένδοξοι Περικλής, Μάρκος Μπότσαρης, Κανάρης, "αλλά και κάθε αλιτήριος".

"Ανάλογη, λογική, συνεχίζει ο Παλαμάς, ακολουθούμε και στο μεταχείρισμα των όρων Ρωμηός και Ρωμηοσύνη. Η μόνη διαφορά είναι πώς και τα δύο τούτα λόγια, επειδή δε μας έρχονται, ίσα ολόισα, από την εποχή του Περικλή, παραμερίστηκαν αγάλια, αγάλια, από την επίσημη γλώσσα, καθώς κι' όλα τα λόγια τα δυσκολομέτρητα της ζωής και της αλήθειας. Έλληνες, για να ρίχνουμε στάχτη στα μάτια του κόσμου, πραγματικά, Ρωμηοί. Το όνομα (Ρωμηός) κάθε άλλο είναι παρά ντροπή. Αν δεν το περιζώνει αγριελιάς στεφάνι από την Ολυμπία, το ανυψώνει στέμμα ακάνθινο μαρτυρικό και θυμάρι μοσκοβολά και μπαρούτη. Δείχνει ίσα ίσα τη ζωή και την πραγματικότητα της λέξης το ότι αυτή μας ήρθε πρόχειρα στην ειλικρινή μας και στην πιο φωτεινή μας ψυχική κατάσταση - στη συνείδηση του ξεπεσμού μας - για να διαλαλήσουμε τον ξεπεσμό αυτό, πιο πολύ από το γιορτιάτικο και από το δυσκίνητο τ' όνομα Έλλην, ακόμη και από το όνομα Έλληνας, που είναι κάπως πιο δυσκολορρίζωτο από το Ρωμηός, και κρατούσε ως τα χτες ακόμη την αρχαία ειδωλολατρική σημασία. "Η μάννα τ' ήταν Χριστιανή κι ο κύρης τ' ήταν Έλλη(ν)", λεει ο Κυπριώτης ποιητής, και σημαίνει κι ως την ώρ' ακόμη, για τον πολύ λαό, τον αντρειωμένο, το γίγαντα".
Ήδη απεκάλυψε ο Παλαμάς τους λόγους των φαινομένων αυτών όταν δήλωσε την συμφωνία του με τον Κρουμπάχερ ότι το όνομα τούτο εισήχθηκε "δια της Κυβερνήσεως και του σχολείου τεχνικώς". Αλλά και την έξωθεν επιβολή του ονόματος τούτου αποκαλύπτει ο Παλαμάς με την εξής συνέχεια, "Κ' έτσι, σε νέο μαρτύρεμα, ο Ρωμηός φορτώθηκε στη ράχη του τις ξένες αμαρτίες των συνταγματικών Ελλήνων. Κ' έτσι έγινε ο εξευτελισμένος Ρωμηός των φωνακλάδων των καφενείων, ο φασουλής Ρωμηός των σατυρογράφων, ο ασυνείδητος Ρωμηός μέσα στο ψευτοβασίλειο που Ρωμαίικο το λένε". Και έτσι καταλαβαίνει κανείς τι θέλει να πει ο Παλαμάς με τα ανωτέρω, "Έλληνες, για να ρίχνουμε στάχτη στα μάτια του κόσμου, πραγματικά, Ρωμηοί".




Κ᾿ εγώ αποκρίθηκα: «Ας περάσω κι ας πεθάνω!
Πλάστης κ᾿ εγώ μ ᾿ολο το νου και μ᾿ ολη την καρδιά μου
λάκκος κι ας φάη το πλάσμα μου, από τ᾿ αθάνατα ολα
μπορει ν᾿ αξίζει πιο πολύ το γοργοπέρασμά μου»
Κωστής Παλαμάς, Η ασάλευτη ζωή




Η φήμη του Κωστή Παλαμά υπήρξε Παγκόσμια .
Ήταν ο Ποιητής του «Ολυμπιακού Ύμνου», ενός Ύμνου που συνοδεύει (σε μουσική Σπύρου Σαμάρα) κάθε Ολυμπιακή διοργάνωση . Και αυτή η φήμη έκανε τους ένστολους Κατακτητές , Ιταλούς και Γερμανούς ,να στέκονται αποσβολωμένοι θεατές σε αυτό το ξέσπασμα των Σκλάβων Νικητών . Ο ίδιος ο Αδόλφος Χίτλερ έστειλε προσωπικό στέφανο στην μνήμη του Παλαμά ,αεροπορικώς από το Βερολίνο .
Σήμερα , σχεδόν οκτώ δεκαετίες μετά, το όλο γεγονός του Θανάτου και της Κηδείας του Κωστή Παλαμά το 1943 μας θυμίζει ότι ο Ελληνισμός έχει μέσα του κρυφές και ανεξάντλητες Δυνάμεις . Τις οποίες μπορούμε να αναδεικνύουμε και να χρησιμοποιούμε όχι μόνο για αντιμετωπίσουμε πρακτικά προβλήματα της καθημερινότητας ,αλλά και να υπερασπιστούμε τις Αξίες του Πολιτισμού μας .Κάτι τέτοιο έκανε με τον γραπτό του Λόγο ο Κωστής Παλαμάς , ο μεγάλος αυτός Μαχητής του Ελληνικού Πνεύματος .
 Το πατρογονικό σπίτι του Κωστή Παλαμά  στην Ιερά Πόλη Μεσολογγίου
                                        
 Το πατρογονικό σπίτι του Κωστή Παλαμά  στην Ιερά Πόλη Μεσολογγίου
Σε αυτό το πετρόκτιστο σπίτι γεννήθηκε το 1722 ο γενάρχης των Παλαμάδων και δάσκαλος του γένους Παναγιώτης Παλαμάς. Στο ίδιο σπίτι έζησε αρκετά χρόνια ο εθνικός μας ποιητής Κωστής Παλαμάς. Το οίκημα βρίσκεται απέναντι από το Μουσείο Τρικούπη. Την πρόσοψή του κοσμούν θόλοι και μια τζαμένια βεράντα, που του δίνει ένα ιδιαίτερο τόνο και το κάνει να ξεχωρίζει από τα άλλα αρχοντικά.



Οι αίθουσες του μουσείου στεγάζουν φωτογραφίες, προσωπικά αντικείμενα, έντυπο υλικό και πολλά άλλα εκθέματα από τη ζωή και το έργο του μεγάλου Μεσολογγίτη ποιητή.




ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΟΣ Γεώργιος Κουρκούτας – Φιλόλογος


Τα λόγια του ,φάρος ακόμα ζωντανός,οδηγεί τις συνειδήσεις μας………
ΑΘΑΝΑΤΟΣ ΣΤΟΥΣ ΑΙΩΝΕΣ………ΕΛΛΗΝ ΖΩΝΤΑΝΟΣ ΣΤΙΣ ΨΥΧΕΣ ΜΑΣ!

Ο δωδεκάλογος του Γύφτου
Μες τις παινεμένες χώρες, Χώρα
παινεμένη, θα ‘ρθει κι η ώρα,
και θα πέσεις, κι από σέν’ απάνου η Φήμη
το στερνό το σάλπισμά της θα σαλπίσει
σε βοριά κι ανατολή, νοτιά και δύση.
Πάει το ψήλος σου, το χτίσμα σου συντρίμι.
Θα ‘ρθει κι η ώρα• εσένα ήταν ο δρόμος
σε βοριά κι ανατολή, νοτιά και δύση,
σαν το δρόμο του ήλιου• γέρνεις• όμως
το πρωί για σε δε θα γυρίσει.
Και θα σβήσεις καθώς σβήνουνε λιβάδια
από μάισσες φυτρωμένα με γητειές•
πιο αλαφρά του περασμού σου τα σημάδια
κι από τις δροσοσταλαματιές•
θα σε κλαιν’ τα κλαψοπούλια στ’ αχνά βράδια
και στα μνήματα οι κλωνόγυρτες ιτιές.
……………………………………………
Και θα φύγεις κι απ’ το σάπιο το κορμί,
ω Ψυχή παραδαρμένη από το κρίμα,
και δε θά’ βρει το κορμί μια σπιθαμή
μες στη γη για να την κάμει μνήμα,
κι άθαφτο θα μείνει το ψοφίμι,
να το φάνε τα σκυλιά και τα ερπετά,
κι ο Καιρός μέσα στους γύρους του τη μνήμη
κάποιου σκέλεθρου πανάθλιου θα βαστά.
Όσο να σε λυπηθεί της αγάπης ο Θεός,
και να ξημερώσει μιαν αυγή,
και να σε καλέσει ο λυτρωμός,
ω Ψυχή παραδαρμένη από το κρίμα!
Και θ’ ακούσεις τη φωνή του λυτρωτή,
θα γθυθείς της αμαρτίας το ντύμα,
και ξανά κυβερνημένη κι αλαφρή,
θα σαλέψεις σαν τη χλόη, σαν το πουλί,
σαν το κόρφο το γυναικείο,
σαν το κύμα,
και μην έχοντας πιο κάτου άλλο σκαλί
να κατρακυλήσεις πιο βαθιά
στου Κακού τη σκάλα,
για τ’ ανέβασμα ξανά που σε καλεί
θα αιστανθείς να σου φυτρώσουν, ω χαρά!
Τα φτερά, τα φτερά τα πρωτινά σου τα μεγάλα!
—————————————————————————–
- Πατρίδα μου, τι θες να σου χαρίσω
Για τον καλό το χρόνο που θα ’ρθή;
- Παιδί μου, το κορμί το λιονταρίσσο
Και το παλληκαρίσσο το σπαθί,
Και τη νεραϊδογέννητη τη χώρα
Μαζή με το δικέφαλον αϊτό.
Δε ’θελω ’γω καινούρια ή ξένα δώρα
Παληά δικά μου πλούτη σου ζητώ.
- Μητέρα, τα δικά σου τα στολίδια
Τα χαίροντ’ άλλοι μεσ’ την οικουμένη,
Και Λάμιες τα φυλάν, τα ζώνουν φείδια
Και χάνοντ’ εκεί μέσ’ αντριεωμένοι….
- Παιδί μου, όταν τη δόλια σου μητέρα,
Με του παιδιού τον πόνον αγαπάς,
Με την αγάπη μόνο μιαν ημέρα
Την παλαιά της δόξα θα της πας!
 ο Κωστής Παλαμάς με τη Λιλή Ιακωβίδη. 300 περίπου γράμματα έστειλε ο Παλαμάς στην ποιήτρια η οποία τα κατέθεσε στο Ιδρυμα της Εθνικής Τραπέζης, με την εντολή να μη δημοσιευθούν όσο ζούσε. 



31 Δεκεμβρίου 1883
——————————————————————————–

Παιδί,το περιβόλι μου
“Κι αν είναι κ’ έρθουνε χρόνια δίσεχτα, πέσουν καιροί οργισμένοι, κι όσα πουλιά μισέψουνε σκιασμένα, κι όσα δέντρα, για τίποτ’ άλλο δε φελάν παρά για μετερίζια, μη φοβηθείς το χαλασμό.
Φωτιά! Τσεκούρι! Τράβα!, ξεσπέρμεψέ το, χέρσωσε το περιβόλι, κόφτο, και χτίσε κάστρο απάνω του και ταμπουρώσου μέσα, για πάλεμα, για μάτωμα, για την καινούργια γέννα, π’ όλο την περιμένουμε κι όλο κινάει για νάρθει, κι’ όλο συντρίμμι χάνεται στο γύρισμα των κύκλων!..
Φτάνει μια ιδέα να στο πει, μια ιδέα να στο προστάξει,κορώνα ιδέα , ιδέα σπαθί, που θα είναι απάνου απ’ όλα!”
ΑΘΑΝΑΤΟΝ ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟΝ!

Ὁ Διγενὴς κι ὁ Χάροντας
Καβάλλα πάει ὁ Χάροντας τὸν Διγενῆ στὸν Ἅδη, κι ἄλλους μαζί… Κλαίει, δέρνεται τ᾿ ἀνθρώπινο κοπάδι.
Καὶ τοὺς κρατεῖ στοῦ ἀλόγου του δεμένους στὰ καπούλια, τῆς λεβεντιᾶς τὸν ἄνεμο, τῆς ὀμορφιᾶς τὴν πούλια.
Καὶ σὰ νὰ μὴν τὸν πάτησε τοῦ Χάρου τὸ ποδάρι ὁ Ἀκρίτας μόνο ἀτάραχα κοιτάει τὸν καβαλλάρη.
«Ὁ Ἀκρίτας εἶμαι, Χάροντα δὲν περνῶ μὲ τὰ χρόνια. Μ᾿ ἄγγιξες καὶ δὲ μ᾿ ἔνοιωσες στὰ μαρμαρένια ἁλώνια;
Ἐγὼ εἶμαι ἡ ἀκατάλυτη ψυχὴ τῶν Σαλαμίνων, στὴν Ἑφτάλοφην ἔφερα τὸ σπαθὶ τῶν Ἑλλήνων.
Δὲ χάνομαι στὰ Τάρταρα, μονάχα ξαποσταίνω, στὴ ζωὴ ξαναφαίνομαι καὶ λαοὺς ἀνασταίνω!»
——————————————-

 Eίναι οι συλλογές «Bραδυνή Φωτιά» και «Πρόσωπα και Mονόλογοι». Aπό τη δεύτερη συλλογή είναι το επίγραμμα «Στη Nεολαία μας» (γραμμένο την 1η Nοεμβρίου 1940).

Aυτό κρατάει ανάλαφρο μες στην ανεμοζάλη / το από του κόσμου τη βοή πρεσβυτικό κεφάλι, / αυτό το λόγο θα σας πω, δεν έχω άλλο κανένα, / μεθύστε με τ’ αθάνατο κρασί του Eικοσιένα»






Ιερά Πόλη Μεσολογγίου


Δόξα στὸ Μεσολόγγι
(1926, ἀπαγγέλθηκε ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Ποιητή, στὴν 100η ἐπέτειο τῆς Ἐξόδου στὸ Μεσολόγγι – ἀπόσπασμα)
Γῆ, τοὺς ξάστερους πάντοτε οὐρανούς μου Κάθε λογῆς κόσμοι ἀστρικοὶ πλουμίζουν, Ἄστρα ποὺ σβύνουν καὶ ποὺ πέφτουν, ἄστρα Ποὺ τρεμοφέγγουν,
Πλανῆτες, φωτοσύγνεφα, κομῆτες, Φῶτα χλωμὰ καὶ φῶτα θάμπωμα, ἥλιοι, Πὲς τὰ μαργαριτάρια καὶ χρυσάφια, Πὲς τὰ διαμάντια.
Μὰ ἐσύ, ρουμπίνι ἀπ᾿ τοὺς ἀχνοὺς δεμένο Μαρτυρικῶν καὶ ἡρωικῶν αἱμάτων. Στὸν οὐρανὸ τῆς πλάσης, καθὼς εἶναι τοῦ πόλου τὸ ἄστρο, Τοῦ πόλου τὸ ἄστρο ἐσὺ στοὺς οὐρανούς μου
Τῆς Δόξας, δόξα, ὦ Γῆ! Τὸ Μισολόγγι: Κι᾿ οἱ μὲ ὀνόματα μύρια γνωρισμένοι Κόσμο μου ποὺ εἶναι Κι᾿ οἱ ἀπὸ σπαθιοῦ καταχτητές, καὶ οἱ δάφνες
Τῶν πολεμάρχων οἱ αἱματοβαμμένες, Κι᾿ οἱ Ἀλέξαντροι Κι᾿ οἱ Ἑφτάλοφες καὶ οἱ Νίκες Καὶ οἱ Σαλαμῖνες,
Καὶ μὲ τὶς ἱστορίες οἱ πολιτεῖες Καὶ στόματα χρυσὰ καὶ οἱ Κυβερνῆτες Κι᾿ οἱ Ἠράκλειτοι τοῦ Λόγου καὶ τῆς Τέχνης παντοῦ κι᾿ οἱ Αἰσχύλοι,
Ἀνήμποροι ὅπως κι᾿ ἂν σταθοῦν μπροστά σου, Καὶ σὲ μιᾶς τρίχας ἤσκιο νὰ θολώσουν Τὴν ξεκομμένη ἀπ᾿ τοῦ Κυρίου τὴν ὄψη Φεγγοβολιά σου.
Μισολόγγγι. Χαρὰ τῆς ἱστορίας, Γῆ ἐπαγγελμένη. Πᾶνε ἑκατὸ χρόνια, Κι᾿ ἂς πᾶνε. Ἡ θύμηση ἄχρονη μπροστά σου Θὰ γονατίζει.
Ιερά Πόλη Μεσολογγίου

Εδώ έμενε ο εθνικός ποιητής κ. Παλαμάς. Στο μουσείο πλέον εκτίθενται αντικείμενα που αφορούν την ζωή του και την εποχή του.
—————————————————–

Ὦ λιγοστοί, ὦ διαλεχτοί!
Ὦ λιγοστοὶ κι ὦ διαλεχτοὶ κι ἀρίφνητοι αὔριο ἴσως!
Εἶναι μία ἀλήθεια κάτου ἐδῶ ποὺ τὴ χτυπάει τὸ μίσος,
εἶν᾿ ἐδῶ πέρα μία Ὀμορφιὰ ποὺ ἡ καταφρόνια δένει,
κι εἶν᾿ ἐδῶ πέρα μία Ἀρετὴ δειλὴ καὶ ντροπιασμένη.
Ὦ νέοι, ὦ πρωτοξύπνητοι στὸ φῶς, χαρὲς τ᾿ Ἀπρίλη,
ἀπὸ τοὺς πράσινους κορμοὺς γίνοντ᾿ οἱ ἄσπροι στύλοι!
Στὴ χώρα ἐσεῖς οἱ λειτουργοὶ κι οἱ λατρευτάδες εἶστε•
δὲ φτάνει• ἐμπρὸς! γιὰ τοὺς Θεούς, ὦ νέοι, πολεμεῖστε.
——————————————————–
Το νεοκλασικό σπίτι της Πάτρας, γεννήθηκε το 1859 ο Κωστής Παλαμάς.

Τὸ σπίτι ποὺ γεννήθηκα
Τὸ σπίτι ποὺ γεννήθηκα κι ἂς τὸ πατοῦν οἱ ξένοι, στοιχειὸ εἶναι καὶ μὲ προσκαλεῖ• ψυχή, καὶ μὲ προσμένει.
Τὸ σπίτι ποὺ γεννήθηκα ἴδιο στὴν ἴδια στράτα στὰ μάτια μου ὅλο ὑψώνεται καὶ μ᾿ ὅλα του τὰ νιάτα.
Τὸ σπίτι, ἂς τοῦ νοθέψανε τὸ σχῆμα καὶ τὸ χρῶμα• καὶ ἀνόθευτο καὶ ἀχάλαστο, καὶ μὲ προσμένει ἀκόμα.
——————————————————–

Μυστικὴ Παράκληση

Δέσποινα,
κανένα φόρεμα τὴ γύμνια μου
δὲ φτάνει νὰ σκεπάσῃ,
ἡ μοναξιά μου εἶναι σὰν τ᾿ ἄδειο, σὰν τ᾿ ἀλόγιστο
χυμένο προτοῦ νἄρθῃ ἡ πλάση,
ἡ ἀρρώστια μου βογγάει σὰν τὰ μεγάλα δάση
καθὼς τὰ δέρνει ἡ μπόρα.
Ἦρθεν ἡ ὥρα ἡ φοβερή, ὤχ! ἦρθε ἡ ὥρα.
Ἐσὺ παρθένα, ἐσὺ μητέρα,
κι ἀπὸ δροσιά, κι ἀπὸ κελάϊδισμα
στάλα τοῦ αἰθέρα,
ἦρθεν ἡ ὥρα ἡ φοβερή, ὤχ! ἦρθε ἡ ὥρα.
Πρόστρεξε, Μυροφόρα,
μονάχα Ἐσένα πίστεψα
καὶ λάτρεψα μονάχα Ἐσένα
ἀπὸ τὰ πρωτινὰ γλυκοχαράματα
κι ὡς τώρα μὲς στὰ αἱματοστάλαχτα
μιᾶς ὠργισμένης δύσης.
Δέσποινα, στήριξε μ᾿ Ἐσὺ καὶ μὴ μ᾿ ἀφήσης.
Δέσποινα,
βῆμα δὲν ἔχω μήτε φτέρωμα,
μὲ γονατίζει τὸ στοιχειὸ τῆς θλίψης.
Ὑψώσου ποιός μου λέει; δὲ δύναμαι,
δύνασαι κάτου Ἐσὺ ὡς ἐμὲ νὰ σκύψῃς;
Ῥίξε ἀπὸ πάνου σου,
στοὺς ἀθανάτους τη θεόπρεπη
παράτησε ἁλουργίδα τοῦ Ὀλύμπου,
ἔλα, κατέβα ὁλόγυμνη, βαφτίσου
στὸν Ἰορδάνη τοῦ δακρύου,
κι ὕστερα κρύψε τὸ τρανὸ κορμὶ τὸ ἡλιόχαρο
στὴ σκέπη τὴ γαλάζια της Ἀειπάρθενης,
ποὺ εἶν᾿ ἡ χαρὰ τῶν ἀσκητῶν καὶ τῶν μαρτύρων.
Δὲν εἶσ᾿ Ἐσὺ τῶν ἐθνικῶν ἡδονολάστρα ἡ Μοῦσα,
τῆς πλαστικῆς καὶ τῆς σκληρῆς
χαρᾶς δὲν εἶσαι ἡ Πιερίδα,
τοῦ σπλάχνους τοῦ τρανοῦ βαθιογάλανη
φορεῖς Ἐσὺ πορφύρα
κι ἀπὸ τοῦ θρήνου κατεβαίνεις τὴν πατρίδα.
Ἅ! δείξου στὸ μικρὸ καὶ τὸν ἀνήμπορο,
καὶ δείξου καθὼς δείχνεσαι στοὺς ταπεινούς,
καὶ φτάσε καθὼς φτάνει στοὺς ἁμαρτωλούς,
καὶ δείξου καθὼς δείχνεται στοὺς σκλάβους
ἡ Ἁγιὰ Λεοῦσα.
Ἄκου, ἕνα-σκούσμα τὸν ἀέρα σπάραξε·
Ποιὸς κλαίει;
Κοίτα, βροχὴ ἀπὸ λάβα βρέχει ἕνας θειφότοπος·
τί κλαίει;
Ἔλα κοντά, ἕνας ἤσκιος ἀργοσάλεψε,
καὶ λέει:
Τοῦ τραγουδιοῦ σου δὲ γυρεύω πιὰ τὸ θρίαμβο,
μηδὲ τὸν κόσμο τὸν ὁλάκριβο, τὴ Λύρα,
μηδὲ τὴ μοίρα
τοῦ δοξασμένου διαλεχτοῦ σου, Δέσποινα!
Λυπήσου,
καὶ πλᾶσε μου,
καὶ στεῖλε μου ἕναν ὕπνο ἥσυχο ἥσυχο,
μὲ τοῦ παιδιοῦ τὸ γλυκανάσασμα,
μαζί μου.
—————————-



Σημειώματα του Κωστή Παλαμά

Ἡ ἀσάλευτη ζωή
Καὶ τ᾿ ἄγαλμα ἀγωνίστηκα γιὰ τὸ ναὸ νὰ πλάσω στὴν πέτρα τὴ δική μου ἀπάνω, καὶ νὰ τὸ στήσω ὁλόγυμνο, καὶ νὰ περάσω, καὶ νὰ περάσω, δίχως νὰ πεθάνω.
καὶ τό ῾πλασα. Κ᾿ οἱ ἄνθρωποι, στενοὶ προσκυνητάδες στὰ ξόανα τ᾿ ἄπλαστα μπροστὰ καὶ τὰ κακοντυμένα, θυμοῦ γρικῆσαν τίναγμα καὶ φόβου ἀνατριχάδες, κ᾿ εἴδανε σὰν ἀντίμαχους καὶ τ᾿ ἄγαλμα κ᾿ ἐμένα.
Καὶ τ᾿ ἄγαλμα στὰ κύμβαλα, κ᾿ ἐμὲ στὴν ἐξορία. Καὶ πρὸς τὰ ξένα τράβηξα τὸ γοργοπέρασμά μου καὶ πρὶν τραβήξω, πρόσφερα παράξενη θυσία ἔσκαψα λάκκο, κ᾿ ἔθαψα στὸ λάκκο τ᾿ ἄγαλμά μου.
Καὶ τοῦ ψιθύρησα: «Ἄφαντο βυθίσου αὐτοῦ καὶ ζῆσε μὲ τὰ βαθιὰ ριζώματα καὶ μὲ τ᾿ ἀρχαῖα συντρίμμια, ὅσο ποὺ νἄρθ᾿ ἡ ὥρα σου, ἀθάνατ᾿ ἄνθος εἶσαι, ναὸς νὰ ντύση καρτερεῖ τὴ θεία δική σου γύμνια!»
Καὶ μ᾿ ἕνα στόμα διάπλατο, καὶ μὲ φωνὴ προφήτη, μίλησ᾿ ὁ λάκκος: «Ναὸς κανείς, βάθρο οὔτε, φῶς, τοῦ κάκου. Γιὰ δῶ, γιὰ κεῖ, γιὰ πουθενὰ τὸ ἄνθος σου, ὦ τεχνίτη! Κάλλιο γιὰ πάντα νὰ χαθῆ μέσ᾿ στ᾿ ἄψαχτα ἑνὸς λάκκου.
Ποτὲ μὴν ἔρθ᾿ ἡ ὥρα του! Κι ἂν ἔρθη κι ἂν προβάλη, μεστὸς θὰ λάμπη καὶ ὁ ναὸς ἀπὸ λαὸ ἀγαλμάτων, τ᾿ ἀγάλματα ἀψεγάδιαστα, κ᾿ οἱ πλάστες τρισμεγάλοι γύρνα ξανά, βρυκόλακα, στὴ νύχτα τῶν μνημάτων!
Τὸ σήμερα εἴτανε νωρίς, τ᾿ αὔριο ἀργὰ θὰ εἶναι, δὲ θὰ σοῦ στρέξη τ᾿ ὄνειρο, δὲ θάρθ᾿ ἡ αὐγὴ ποὺ θέλεις, μὲ τὸν καημὸ τ᾿ ἀθανάτου ποὺ δὲν τὸ φτάνεις, μεῖνε, κυνηγητὴς τοῦ σύγγνεφου, τοῦ ἴσκιου Πραξιτέλης.
Τὰ τωρινὰ καὶ τ᾿ αὐριανά, βρόχοι καὶ πέλαγα, ὅλα σύνεργα τοῦ πνιγμοῦ γιὰ σὲ καὶ ὁράματα τῆς πλάνης μακρότερη ἀπ᾿ τὴ δόξα σου καὶ μία τοῦ κήπου βιόλα καὶ θὰ περάσης, μάθε το, καὶ θὰ πεθάνης!»
Κ᾿ ἐγὼ ἀποκρίθηκα: «Ἂς περάσω κι ἂς πεθάνω! Πλάστης κ᾿ ἐγὼ μ᾿ ὅλο τὸ νοῦ καὶ μ᾿ ὅλη τὴν καρδιά μου λάκκος κι ἂς φάῃ τὸ πλάσμα μου, ἀπὸ τ᾿ ἀθάνατα ὅλα μπορεῖ ν᾿ ἀξίζει πιὸ πολὺ τὸ γοργοπέρασμά μου».
———————————————

Πατρίδες
… Ἐδῶ οὐρανὸς παντοῦ κι ὁλοῦθε ἥλιου ἀχτίνα, καὶ κάτι ὁλόγυρα σὰν τοῦ Ὑμηττοῦ τὸ μέλι, βγαίνουν ἀμάραντ᾿ ἀπὸ μάρμαρο τὰ κρίνα, λάμπει γεννήτρα ἑνὸς Ὀλύμπου ἡ θεία Πεντέλη.
Στὴν ὀμορφιὰ σκοντάβει σκάφτοντας ἡ ἀξίνα, στὰ σπλάχνα ἀντὶ θνητοὺς θεοὺς κρατᾶ ἡ Κυβέλη, μενεξεδένιο αἷμα γοργοστάζ᾿ ἡ Ἀθήνα κάθε ποὺ τὴ χτυπᾶν τοῦ Δειλινοῦ τὰ βέλη.
Τῆς ἱερῆς ἐλιᾶς ἐδῶ ναοὶ καὶ οἱ κάμποι ἀνάμεσα στὸν ὄχλο ἐδῶ ποὺ ἀργοσαλεύει καθὼς ἀπάνου σ᾿ ἀσπρολούλουδο μία κάμπη,
ὁ λαὸς τῶν λειψάνων ζῆ καὶ βασιλεύει χιλιόψυχος, τὸ πνεῦμα καὶ στὸ χῶμα λάμπει, τὸ νιώθω, μὲ σκοτάδια μέσα μου παλεύει
Ἐκεῖ ποὺ ἀκόμα ζοῦν οἱ Φαίακες τοῦ Ὁμήρου καὶ σμίγ᾿ ἡ Ἀνατολὴ μ᾿ ἕνα φιλὶ τὴ Δύση, κι ἀνθεῖ παντοῦ μὲ τὴν ἐλιὰ τὸ κυπαρίσσι, βαθύχρωμη στολὴ στὸ γαλανὸ τοῦ Ἀπείρου
… Πατρίδες! Ἀέρας, γῆ, νερό, φωτιά! Στοιχεῖα, ἀχάλαστα καὶ ἀρχὴ καὶ τέλος τῶν πλασμάτων, σὰ θὰ περάσω στὴ γαλήνη τῶν μνημάτων, θὰ σᾶς ξανάβρω, πρώτη καὶ στερνὴ εὐτυχία!


Ἀγρύπνησα...

J᾿ai fait ce que je pus...Victor Hugo
Ἀγρύπνησα, ὑπηρέτησα, ἔκαμα ὅ,τι μποροῦσα,
κ᾿ εἶδα πὼς εἶχε ὁ πόνος μου συχνὰ γιὰ πληρωμὴ
περίγελο. Μὲ μάτιασε τὸ μίσος, καὶ ἀποροῦσα,
γιατὶ πολὺ καὶ ὑπόφερα καὶ δούλεψα πολύ.
27.2.22
Ξανατονισμένη μουσική, 1930
Ἅπαντα, τόμ. ΙΑ´, σελ. 240



Τὸ τέλος

Σὲ ξένη χώρα γυριστῆς καλέστηκα σὲ γάμο,
ἡ νύφη εἴταν πεντάμορφη καὶ μάγος ὁ γαμπρός,
καὶ καβαλλάρης βρέθηκα κ᾿ ἔτρεχα νὰ προκάμω·
δὲν εἶχε ὁ δρόμος τελειωμό, κι ὅλο τραβοῦσα ἐμπρός.
Καὶ ἡ ξένη χώρα εἶν᾿ ὅραμα, κ᾿ εἶναι καπνὸς τὸ ἄτι,
καὶ ὁ γάμος ἀγγελόσκιασμα, καὶ –ὢ ξύπνημα σκληρὸ–
πάντα εἶμ᾿ ἐγὼ ὁ παράλυτος καὶ ρέβω στὸ κρεββάτι.
Ἦχοι παλιοὶ καὶ γνώριμοι, μονάχα ἐσὰς κρατῶ.
Καὶ σᾶς κρατῶ καθὼς κρατεῖ τὸ ἀξέχαστο παιγνίδι
ἀπὸ τὴ θέρμη λυώνοντας καὶ λάμποντας μαζὶ
ἀπὸ νιοφύτρωτα λευκὰ φτεράκια γιὰ ταξίδι,
τὸ βαριαρρωστημένο, τὸ χαδιάρικο παιδί.
Ἐγώ, τ᾿ ἀδέξιο, τ᾿ ἄβουλο παιδὶ τ᾿ ὀνειροπλάνο.
Ἦχοι παλιοὶ καὶ γνώριμοι, στ᾿ ἀφράτα σας φτερὰ
πάρτε μ᾿ ἐσεῖς καὶ φέρτε μὲ νὰ γιάνω ἢ νὰ πεθάνω
στὸν ἴσκιο τοῦ λευκοῦ σπιτιοῦ μέσα σὲ μιὰ ἀγκαλιά.
Ἀσάλευτη ζωή, 1904
Ἅπαντα, τόμ. Γ´, σελ. 126




————————————————————-
Ὕμνος εἰς τὴν Ἀθήνα
Χαρὰ σ᾿ ἐσέ, χώρα λευκὴ καὶ χώρα εὐτυχισμένη! Καμιὰ χώρα σ᾿ ὅλη τη γῆ, καμιὰ στὴν οἰκουμένη δὲν ηὖρε τέτοιο φυλαχτὸ σὰν τὸ δικό μου μάτι. Ἀπ᾿ ἄλλες χῶρες πέρασα γοργὰ – γοργὰ τρεχάτη καὶ μ᾿ εἶδαν τῆς Ἑλλάδας μου τ᾿ ἀγαπημένα μέρη σὰν ἄνεμο καὶ σὰν ἀϊτὸ καὶ σύννεφο κι ἀστέρι. Ὅμως σ᾿ ἐσὲ τὸ θρόνο μου αἰώνια θεμελιώνω καὶ ρίζωσ᾿ ἡ ἀγάπη μου στὰ χώματά σου μόνο.
———————————-
Τῆς Ἀθηνᾶς ἀνάγλυφο
Πῶς ἀκούμπησες ἄπραγα τὸ δόρυ; Τὴ φοβερή σου περικεφαλαία βαριὰ πῶς γέρνεις πρὸς τὸ στῆθος, Κόρη; Ποιὸς πόνος τόσο εἶναι τρανός, ὦ Ἰδέα,
γιὰ νὰ σὲ φτάση! Ὀχτροὶ κεραυνοφόροι δὲν εἶναι γιὰ δικά σου τρόπαια νέα; Δὲν ὁδηγεῖ στὸ Βράχο σου τὴν πλώρη τοῦ καραβιοῦ σου πλέον πομπὴ ἀθηναῖα;
Σὲ ταφόπετρα βλέπω νὰ τὴν ἔχη καρφωμένη μία πίκρα τὴν Παλλάδα. Ὤ! κάτι μέγα, ἀπίστευτο θὰ τρέχη …
Χαμένη κλαῖς τὴν ἱερή σου πόλη ἢ νεκρὴ μέσ᾿ στὸ μνῆμα καὶ τὴν ὅλη τοῦ τότε καὶ τοῦ τώρα, ὠιμένα! Ἑλλάδα;
———————————————–
Με τη γυναίκα του και κάποια οικογενειακή φίλη τους.

Η ΝΙΟΠΑΝΤΡΗ

Θυμάμαι βραχοστύλωτο χωριό την Κατοχή,

πιο ταπεινό κι αντίπερα το πράσινο Νιοχώρι,

στη μέση του Ασπροπόταμου πλατιά η ταραχή.

Θυμάμαι την περαταριά και του παπά τηνκόρη.

Και πιο πολύ το σπίτι σου και την ολονυχτιά

και το κρουστό σου το κορμί και το μελένιο στόμα,

και τη ματιά σου, νιόπαντρη, του πόθου σαϊτιά.

Κάνω σου τόνομα να πώ, μου καίει τ’ αχείλι ακόμα.
                                                           Κ. Παλαμάς

Ο ποιητής με τον μικρό Τίτο Κασιμάτη, στα 1926.


                                        ————————————————–
Οἱ λύκοι
Βοσκοί, στὴ μάντρα τῆς Πολιτείας οἱ λύκοι! Οἱ λύκοι! Στὰ ὅπλα, Ἀκρῖτες! Μακριὰ καὶ οἱ φαῦλοι καὶ οἱ περιττοί, καλαμαρᾶδες καὶ δημοκόποι καὶ μπολσεβίκοι, γιὰ λόγους ἄδειους ἢ γιὰ τοῦ ὀλέθρου τὰ ἔργα βαλτοί.
(Ἀπ᾿ τῆς μαυρίλας τῆς ἀραχνίλας τὴν ἀποθήκη σὲ σκονισμένα γυαλιὰ κλεισμένο, παλιὸ κρασί, τῶν ἑκατό σου χρονῶν ἀνοίγω τὸ ἀρχοντιλίκι στοῦ ἡλιοῦ τὸ φέγγος, τί σὲ προσμένουν οἱ δυνατοὶ
ξανὰ σὰν πάντα καὶ γιὰ τὴ μάχη καὶ γιὰ τὴ νίκη νὰ τοὺς φτερώσεις τὸ πάτημά τους ὅπου πατεῖ. Σ᾿ ἐμὲ -κελλάρης λυράρης εἶμαι,- σ᾿ ἐμένα ἀνήκει νὰ τὸ κεράσω στὰ νέα ποτήρια τὸ ἀρχαῖο πιοτί).
Βοσκοὶ καὶ σκύλοι, λῶβα καὶ ψώρα. Τ᾿ ἀρνιά; Μουζίκοι. Ὁ λαός; Ὄνομα. Σκλάβος πλέμπας δούλα κ᾿ ἡ ὀργή, Δίκη ἀπὸ πάνω θεία τῶν ἀστόχαστων καταδίκη καὶ λογαριάζει καὶ ξεπλερώνει ὅσο ἂν ἀργεῖ.
Τραγουδημένη κλεφτουριά, Γένος, ἁρματολίκι, τὰ ξεγραμμένα καὶ τὰ τριμμένα ψέματα, ἀχνοί, Ἰδέα βυζάχτρα τῶν τετρακόσιων χρόνων, ἡ φρίκη τώρα, τὸ μάθημα τῶν Ἑλλήνων ὡς χτές, ἐσὺ
τοῦ ραγιᾶ μάνα βιβλικό, πλάσμα ὀρφικό, Εὐρυδίκη, τοῦ πανελλήνιου μεγαλονείρου χρυσοπηγή, μᾶς τὸν καθρέφτιζες μέσ᾿ στῆς Πόλης τὸ βασιλίκι τὸν ξυπνημένο Μαρμαρωμένο, κυνηγητὴ
τοῦ Ἰσλάμ. Ἡ Θρᾴκη προικιό του, ὢ δόξα! Καὶ ἀπανωπροίκι μιὰ Ἑλλάδα πάλε στὴν τουρκεμένην Ἀνατολή, τῆς Ἰωνίας γλυκοξημέρωμα…. Οἱ λύκοι! Οἱ λύκοι! κ᾿ οἱ βοσκοὶ ἀνάξιοι, λύκοι καὶ οἱ σκύλοι κ᾿ οἱ ἀντρεῖοι δειλοί.
Στῆς Πολιτείας τὴ μάντρα οἱ λύκοι! Παντοῦ εἶναι λύκοι! Ξανὰ στὰ Τάρταρα ἴσκιος, τοῦ ψάλτη λατρεία κ᾿ ἐσύ. Ψόφια ὅλη ἡ στάνη. Φέρτε νὰ πιοῦμε, κούφιο νταηλίκι, γιὰ τὸ ἀποκάρωμα ποὺ μᾶς πρέπει, κι ὅποιο κρασί.
————————————————————————-
Το άγαλμα του Εθνικού μας ποιητή Κωστή Παλαμά το οποίο βρίσκεται έξω απο το πνευματικό κέντρο των Αθηνών, επί της οδού Ακαδημίας.

Ἡ νίκη
Ἐδῶ στὸ ἑλληνικὸ τὸ χῶμα, τὸ στοιχειωμένο καὶ ἱερό, ποὺ τὸ ἴδιο χῶμα μένει ἀκόμα κι ἀπ᾿ τὸν ἀρχαῖο τὸν καιρό,
στὸ χῶμα τοῦτο πάντα ἀνθοῦνε κ᾿ ἔχουν ἀθάνατη ζωὴ καὶ μᾶς θαμπώνουν, μᾶς μεθοῦνε νεράιδες, ἥρωες, θεοί!
Εἶδα τὴ Νίκη τὴ μεγάλη, τὴ Νίκη τὴν παντοτεινή! Τὴν εἶδα ἐμπρός μου νὰ προβάλλῃ μὲ φορεσιὰ ὁλοφωτεινή.
Ἀσύγκριτη σὰν τὴν ἰδέα, σὰν ὄνειρο λαχταριστή, εἶδα τὴ Νίκη τὴν ἀρχαία, τὴ Νίκη τὴν κυματιστή!
Τὴν εἶδα. Μὲ τὸ πέταμά της δὲν ἔφευγε στοὺς οὐρανούς, ἐκεῖ ποὺ δύσκολα σιμά της μπορεῖ νὰ κρατηθῆ κι ὁ νοῦς.
Δὲν ἔτρεχε νὰ φτάσῃ πρώτη, νὰ στεφανώσῃ φτερωτὴ τὸ λιονταρόκαρδο στρατιώτη, τὸν ἐμπνευσμένο τὸν ποιητή. … Τὴν εἶδα νὰ περνᾶ μπροστά μου μὲ φορεσιὰ ὁλοφωτεινὴ καὶ λύγισα στὴ γῆ ἐκεῖ χάμου κ᾿ ἔκραξα μὲ τρανὴ φωνή,
γονατιστός, μὲ θαμπωμένα μάτια, μὲ λαύρα περισσή: «Χαῖρε θεά, χαῖρε παρθένα, Ὦ Νίκη, ὦ Νίκη, ὦ Νίκη Ἐσύ!
Ἐσὺ ποὺ δείχνεις πὼς ἀνθοῦνε ἐδῶ μ᾿ ἀθάνατη ζωή, πῶς μᾶς ἐμπνέουν καὶ μᾶς μεθοῦνε νεράιδες, ἥρωες, θεοί!»
——————————————————————————–

Τὰ σκολειὰ χτίστε
… Λιτὰ χτίστε τα, ἁπλόχωρα, μεγάλα, γερὰ θεμελιωμένα, ἀπὸ τῆς χώρας, ἀκάθαρτης, πολύβοης, ἀρρωστιάρας, μακριά. Μακριὰ τ᾿ ἀνήλιαγα σοκάκια, τὰ σκολειὰ χτίστε.
Καὶ τὰ πορτοπαράθυρα τῶν τοίχων περίσσια ἀνοῖχτε, νά ᾿ρχεται ὁ κὺρ Ἥλιος, διαφεντευτής, νὰ χύνεται, νὰ φεύγει, ὀνειρεμένο πίσω του ἀργοσέρνοντας τὸ φεγγάρι.
Γιομίζοντάς τα νὰ τὰ ζωντανεύουν μαϊστράλια καὶ βοριάδες καὶ μελτέμια μὲ τοὺς κελαηδισμοὺς καὶ μὲ τοὺς μόσκους, κι ὁ δάσκαλος, ποιητὴς καὶ τὰ βιβλία νὰ εἶναι σὰν τὰ κρίνα…
———————————————————————–
Ὕμνος τῶν Αἰώνων
Μητέρα μας πολύπαθη, ὦ ἀθάνατη, δὲν εἶναι μόνο σου στολίδι οἱ Παρθενῶνες• τοῦ συντριμμοῦ σου τὰ σπαθιὰ στὰ κάμανε φυλαχτὰ καὶ στεφάνια σου οἱ αἰῶνες.
Καὶ οἱ πέτρες ποὺ τὶς ἔστησε στὸ χῶμα σου τὸ νικηφόρο χέρι τοῦ Ῥωμαίου, κ᾿ ἡ σταυροθόλωτη ἐκκλησιὰ ἀπὸ τὸ Βυζάντιο, στὸν τόπο τοῦ πολύστυλου ναοῦ τοῦ ἀρχαίου,
Κι αὐτὸ τὸ κάστρο ποὺ μουγγρίζει μέσα του τῆς Βενετιᾶς ἀκόμη τὸ λιοντάρι, κι ὁ μιναρὲς ποὺ στέκει, τῆς ὁλόμαυρης καὶ τῆς πικρότατης σκλαβιᾶς ἀπομεινάρι,
Καὶ τοῦ Σλάβου τὸ διάβα ἀντιλαλούμενο στ᾿ ὄνομα ποὺ μᾶς ἔρχεται στὸ στόμα -μὲ τὸ γάλα τῆς μάννας ποὺ βυζάξαμε- σὰν ξένη ἀνθοβολιὰ στὸ ντόπιο χῶμα,
Ὅλα ἕνα νύφης φόρεμα σοῦ ὑφαίνουνε, σοῦ πρέπουνε, ὦ βασίλισσα, σὰ στέμμα, στὴν ὀμορφάδα σου ὀμορφιὰ ἀπιθώσανε κ᾿ εἶναι σὰ σπλάχνα ἀπ᾿ τὸ δικό σου τὸ αἷμα.
Ὦ τίμια φυλαχτά, στολίδια ἀταίριαστα, ὦ διαβατάρικα, ἀπὸ σᾶς πλάθετ᾿ αἰώνια, κόσμος ἀπὸ παλιὰ κοσμοσυντρίμματα, ἡ νέα τρανὴ Πατρίδα ἡ παναρμόνια!
—————————————————————————————-
Στην Ασκληπιού, Παλαμάς, σύζυγος Μαρία και η κόρη Ναυσικά…

Ὁ γκρεμιστής
Ἀκοῦστε. Ἐγὼ εἶμαι ὁ γκρεμιστής, γιατί εἶμ᾿ ἐγὼ κι ὁ κτίστης, ὁ διαλεχτὸς τῆς ἄρνησης κι ὁ ἀκριβογιὸς τῆς πίστης. Καὶ θέλει καὶ τὸ γκρέμισμα νοῦ καὶ καρδιὰ καὶ χέρι. Στοῦ μίσους τὰ μεσάνυχτα τρέμει ἑνὸς πόθου ἀστέρι. Κι ἂν εἶμαι τῆς νυχτιᾶς βλαστός, τοῦ χαλασμοῦ πατέρας, πάντα κοιτάζω πρὸς τὸ φῶς τὸ ἀπόμακρο τῆς μέρας. ἐγὼ ὁ σεισμὸς ὁ ἀλύπητος, ἐγὼ κι ὁ ἀνοιχτομάτης• τοῦ μακρεμένου ἀγναντευτής, κι ὁ κλέφτης κι ὁ ἀπελάτης καὶ μὲ τὸ καριοφίλι μου καὶ μὲ τ᾿ ἀπελατίκι τὴν πολιτεία τὴν κάνω ἐρμιά, γῆ χέρσα τὸ χωράφι. Κάλλιο φυτρῶστε, ἀγκριαγκαθιές, καὶ κάλλιο οὐρλιάστε, λύκοι, κάλλιο φουσκῶστε, πόταμοι καὶ κάλλιο ἀνοῖχτε τάφοι, καί, δυναμίτη, βρόντηξε καὶ σιγοστάλαξε αἷμα, παρὰ σὲ πύργους ἄρχοντας καὶ σὲ ναοὺς τὸ Ψέμα. Τῶν πρωτογέννητων καιρῶν ἡ πλάση μὲ τ᾿ ἀγρίμια ξανάρχεται. Καλῶς νὰ ῾ρθῆ. Γκρεμίζω τὴν ἀσκήμια. Εἶμ᾿ ἕνα ἀνήμπορο παιδὶ ποὺ σκλαβωμένο τό ῾χει τὸ δείλιασμα κι ὅλο ρωτᾷ καὶ μήτε ναὶ μήτε ὄχι δὲν τοῦ ἀποκρίνεται κανείς, καὶ πάει κι ὅλο προσμένει τὸ λόγο ποὺ δὲν ἔρχεται, καὶ μία ντροπὴ τὸ δένει Μὰ τὸ τσεκοῦρι μοναχὰ στὸ χέρι σὰν κρατήσω, καὶ τὸ τσεκοῦρι μου ψυχὴ μ᾿ ἕνα θυμὸ περίσσο. Τάχα ποιὸς μάγος, ποιὸ στοιχειὸ τοῦ δούλεψε τ᾿ ἀτσάλι καὶ νιώθω φλόγα τὴν καρδιὰ καὶ βράχο τὸ κεφάλι, καὶ θέλω νὰ τραβήξω ἐμπρὸς καὶ πλατωσιὲς ν᾿ ἀνοίξω, καὶ μ᾿ ἕνα Ναὶ νὰ τιναχτῶ, μ᾿ ἕνα Ὄχι νὰ βροντήξω; Καβάλα στὸ νοητάκι μου, δὲν τρέμω σας ὅποιοι εἶστε γκρικάω, βγαίνει ἀπὸ μέσα του μιὰ προσταγή: Γκρεμίστε!
———————————————————————–

Ὁ ἑλληνικὸς ὕμνος Mistral (βραβεῖο Νόμπελ λογοτεχνίας 1904) μετάφραση: Κωνσταντῖνος Παλαμᾶς
Μὲ τὴν αὐγὴ καὶ ἡ θάλασσα μενεξεδένια λάμπει, καὶ μὲ τὸ φῶς τὰ πάντα ξανανιώνουν. Νὰ ἡ ἄνοιξη γυρίζει, νὰ τὸ χελιδόνι στὸν Παρθενώνα ξαναχτίζει τὴ φωλιά του! Πανίερη Ἀθηνᾶ, τίναξε τὸ πουλί σου στ᾿ ἀμπέλια μας ἀπάνω τὰ σαρακωμένα. Κι ἂν πρέπει νὰ πεθάνουμε γιὰ τὴν Ἑλλάδα, θεία εἶν᾿ ἡ δάφνη! Μία φορὰ κανεὶς πεθαίνει.
Ἀγάλια ἀγάλια ἀποχρυσώνεται τὸ κύμα, νὰ ἡ ἄνοιξη γυρίζει, μέσ᾿ στὰ κορφοβούνια τοῦ Προμηθέα τὰ σπλάχνα σκίζοντας ἕνα ὄρνιο μεγάλο, ἀσάλευτο ξανοίγεται μακριάθε γιὰ νὰ διώξεις τὸ μαῦρο γύπα ποὺ σὲ τρώει, ἁρμάτωσέ μας, νέε νησιώτη, τὸ καράβι. Κι ἂν πρέπει νὰ πεθάνουμε γιὰ τὴν Ἑλλάδα, θεία εἶν᾿ ἡ δάφνη! Μία φορὰ κανεὶς πεθαίνει.
Τ᾿ ἀνάκρασμα τ᾿ ἀκοῦτε τῆς ἀρχαίας Πυθείας; «Νίκη στῶν ἡμιθέων τ᾿ ἀγγόνια!» Ἀπὸ τὴν Ἴδη ὡς τῆς Νικαίας τ᾿ ἀκρογιάλια ξανανθίζουν αἰώνιες οἱ ἐλιές. Μὲ τ᾿ ἅρματα στὰ χέρια ἐμπρός! Τὰ ὕψη τῶν βουνῶν ἂς τ᾿ ἀνεβοῦμε, τοὺς Σαλαμίνικους ἀντίλαλους ξυπνώντας! Ἂν πρέπει νὰ πεθάνουμε γιὰ τὴν Ἑλλάδα, θεία εἶν᾿ ἡ δάφνη! Μία φορὰ κανεὶς πεθαίνει.
Κ᾿ ἔλα, ἑτοιμάστε τὰ λευκὰ φορέματά σας, ἀρραβωνιαστικές, γιὰ νὰ στεφανωθῆτε στὸ γυρισμὸ τοὺς ἀκριβούς σας μέσ᾿ στὸ λόγγο γι᾿ αὐτοὺς ποὺ σᾶς γλυτώσανε κόφτε τὴ δάφνη. Ἀγνάντια στὴ σκυφτὴ καὶ ντροπιασμένη Εὐρώπη, ἂς πιοῦμε ξέχειλη τὴ δόξα παλληκάρια. Κι ἂν πρέπει νὰ πεθάνουμε γιὰ τὴν Ἑλλάδα, θεία εἶν᾿ ἡ δάφνη! Μία φορὰ κανεὶς πεθαίνει.
Ὅ,τι ἔγινε μπορεῖ νὰ ξαναγίνει, ἀδέρφια! Στῶν πυρωμένων τούτων βράχων τὴν λαμπάδα μὲ σάρκα θεία μπόρεσ᾿ ὁ ἄνθρωπος νὰ νοιώσῃ τὸ φωτερώτερο κι ἀπ᾿ ὅλα τὰ ὄνειρά του. Κι ἡ χριστιανὴ ψυχὴ βωβὴ ἐκεῖ πέρα θὰ εἶναι; Κ᾿ ἐμεῖς ἑνὸς κορμιοῦ ξερόκλαδα ἐκεῖ πέρα; Κι ἂν πρέπει νὰ πεθάνουμε γιὰ τὴν Ἑλλάδα, θεία εἶν᾿ ἡ δάφνη! Μία φορὰ κανεὶς πεθαίνει.
Τὸ Μαραθώνιο πεζοδρόμο ἀκολουθώντας κι ἂν πέσουμε, τὸ χρέος μας ἔχουμε κάμει! Καὶ μὲ τὸ αἷμα τοῦ προγόνου μας Λεωνίδα τὸ αἷμα μας, θριάμβων αἷμα, ταιριασμένο, θὰ πορφυρώσει τὸν καρπὸ τὸν κοραλλένιο καὶ τὸ σταφύλι τὸ κρεμάμενο στὸ κλῆμα. Κι ἂν πρέπει νὰ πεθάνουμε γιὰ τὴν Ἑλλάδα, θεία εἶν᾿ ἡ δάφνη! Μία φορὰ κανεὶς πεθαίνει.
Τῆς ἱστορίας μας φέγγουν τρεῖς χιλιάδες χρόνια, Ὀρθοί! Καὶ πρόβαλε ἀπὸ τώρα τὸ παλάτι στὸν τόπο ἐκεῖ ποὺ λύθηκαν τὰ κακὰ μάγια, κι ὁ φοίνικας ξαναγεννιέται ἀπὸ τὴ στάχτη. Στὶς ἀμμουδιὲς τῆς Μέκκας διῶξέ το ἥλιε, τὸ μισοφέγγαρο μακριὰ ἀπ᾿ τὸν οὐρανό μας… Ἂν πρέπει νὰ πεθάνουμε γιὰ τὴν Ἑλλάδα, θεία εἶν᾿ ἡ δάφνη! Μία φορὰ κανεὶς πεθαίνει.



Ο Κωστής Παλαμάς στη Θεσσαλονίκη το 1927

Διακρίνονται από αριστερά προς τα δεξιά. Όρθιοι: Γ. Θ. Βαφόπουλος, Δ. Δάλλας, Δεξ. Αντωνιάδης, Αν. Μισιρλόγλου, Αντ. Χαμουδόπουλος, Λέαν. Παλαμάς. Καθισμένοι: Αιμ. Ριάδης, Αγλαϊα Σχοινά, Κωστής Παλαμάς, Άννα Χαμουδοπούλου, Ν. Βέης, Κ. Ρέσσος





στην πόρτα του σπιτιού του, Ασκληπιού 3, με την κόρη του Ναυσικά

Ο ποιητής στο αρχαίο θέατρο του Διονύσου.



Σε ηλικία 14 ετών, μαθητής γυμνασίου.



Ο ποιητής σε ηλικία 4 χρόνων με τον αδερφό του Χρηστάκη.




φύλλο της εφημερίδας Νουμας την 31η Μαη 1909 με δημοσίευση του ποιήματος "οι καημοί της λιμνοθάλασσας" αριθμός φύλλου 346
ο Νουμας - Παλαμας ΚωστηςΟΙ ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ ΤΗΣ ΗΛΙΟΓΕΝΝΗΤΗΣ - ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣΠεριοδικό 7Ημέρες με αφιέρωμα στον Παλαμά - Κωστής Παλαμάς "τα χρόνια του και τα χαρτιά του








                                                                       ΠΗΓΕΣ
 http://www.istoria.gr/
http://www.arxaiaithomi.gr/




Μ.ΜΑΝΕΤΑ

(marilena.mane@gmail.com)